Home > Hot ! > Ζωντανή Ιστορία – Τα ημερολόγια της Άννας Μελά – Παπαδοπούλου – Η Μάννα του Στρατιώτου (8 Νοεμβρίου 1912-20 Νοεμβρίου 1912)

Ζωντανή Ιστορία – Τα ημερολόγια της Άννας Μελά – Παπαδοπούλου – Η Μάννα του Στρατιώτου (8 Νοεμβρίου 1912-20 Νοεμβρίου 1912)


There are no slides in this slider.



There are no slides in this slider.


Η Άννα Μελά Παπαδοπούλου (1871 – 1938), είναι μια προσωπικότητα των Βαλκανικών Πολέμων, του Μεγάλου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που συνδέεται στενά με την Β.Εύβοια και συγκεκριμένα τις Ροβιές. Ήταν το τέταρτο από τα 7 παιδιά του Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, αδελφή του Παύλου Μελά και σύζυγος του Απόστολου Παπαδόπουλου. Υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα στα πολεμικά μέτωπα και έμεινε γνωστή ως Μάννα του Στρατιώτου. Στη μνήμη της, ο τίτλος αυτός αποδόθηκε και σε άλλες εξέχουσες νοσοκόμες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η Άννα Μελά -Παπαδοπούλου πέθανε στην Αθήνα, υποκύπτοντας και εκείνη στη φυματίωση. Κηδεύτηκε στις Ροβιές. Τα ημερολόγια της – ζωντανή πηγή της ιστορίας – μετέφερε σε ψηφιακή μορφή η εγγονή της Άννα Παπαδοπούλου και η κόρη της Αλεξάνδρα Βαλή μας τα εμπιστεύτηκε.

8 Νοεμβρίου 1912

Ήταν τρείς η ώρα όταν φθάσαμε στου Δημητριάδη το σπίτι. Δεν θα περιγράψω τας συγκινητικάς στιγμάς που πέρασα όταν οι γονείς συναντήθηκαν με την κόρη τους. Καιρό δια περιγραφές δεν έχω. Βιάζομαι να το αντιγράψω στο ημερολόγιό μου, διότι κατά πάσαν πιθανότητα δεν θα το προφθάσω αν όντως η επιστράτευσις απολήξει εις πόλεμον.

Σύμπτωσις!   Στο Β΄ στρατιωτικό νοσοκομείο στας Αθήνας, ετοποθετήθη ο γέρο Παπαδόπουλος, Χρηστομάνος και Μαρσέλλος ! Εγώ θα φύγω διά την 10η μεραρχία. Δεν μου επρότειναν καμιά δουλειά,  μ’ όλον ότι προ μηνών η Βασίλισσα μου μήνυσε ότι θα έχω τιμητική θέση εν περιπτώσει πολέμου.

Την 11η Σεπτεμβρίου εκηρύχθη επιστράτευσις, την 13η φύγαμε από την Βουλιαγμένη ο Δήμου και Αλαμπατζής  παιδονόμος, φοιτηταί της ιατρικής, μου υπεσχέθησαν, να έλθωσι μαζί μου εις το χειρουργείον της 10ης Μεραρχίας. Να ιδούμε αν οι Θρακείς θα κρατήσωσι τον λόγο τους.

20 Σεπτεμβρίου Ροβιές

Μόλις ξύπνησα πήγα στον Γεωργαντά να μου δώση στρατιώτη, να πάγω στας αποθήκας να αγοράσω συμφώνως με τας αποδείξεις  μου ότι μου είχε παραγγείλει ο συμβίος διά το νοσοκομείον [συμβίος είναι ο γιατρός «γέρο  Παπαδόπουλος»]. Το απόγευμα διήρχετο το τραίνο νοσοκομιακόν και μ’ αυτό έφυγα αφού προσεκολήθη το βαγόνι μου το φορτηγό με σάκκους και κάσσες, φανέλλες που μου είχε αφήση ο Καρτούλης, μη λησμονών την υπόσχεσίν του.

Πριν φύγω επήγα στο νοσοκομείον ξαναείδα τον άρρωστό μου, έμοιαζε καλύτερα. Ο Δεσποτόπουλος μού έκανε εγκάρδιον υποδοχή.

Ξαναείδα τον Μητροπολίτη και τράβηξα στον σταθμό. Ο Γεωργαντάς μου έδωσε διά συνοδόν τον Πάγκαλον. Στον σταθμόν με φώναξαν μερικοί τραυματίαι να μου διηγηθούν την Οδύσσειά των, τρείς μέρες εγκαταλειμμένοι εκεί, διότι στην κάθοδόν των εκ Βοδενών δεν  θέλησε το τραίνο το περίφημο να τους πάρει. Ανάλακταις η πληγαίς των, τους έστειλε αμέσως ο Γεωργαντάς στου Καρτούλη που ακόμη στην Βέροια ευρίσκεται. Ο Κυριάκος Βενιζέλος λοχίας μου έδωσε ειδήσεις, του Μίκη, όστις είναι με τον αδελφό του καί  Γαριβαλδινούς, βαδίζουν προς την Σιάτιστα. Ο δε Κοκός έμαθα πως είναι διοικητής της Θάσσου. Συνήντησα στο τραίνο τον Ανδρέα Ζηγομαλά. Όλο χαρά η μάνα του που τον είχε μαζί της εις την Φλώρινα που τον πήγαινε.

Στο τραίνο έχασα τον Πάγκαλον, επόμενον ήτο τόσες όμορφες κομψαίς κυρίαις τι ήθελε να πλησιάσει εμένα. Το ωραίο ήτο ο φόβος που με είχαν να μην πιάσουν κανένα θηλυκό !! από μένα [εννοεί  ψείρες]. Πήγα και κάθισα μόνη είς  άλλο διαμέρισμα με έναν νοσοκόμον εκεί που τα λέγαμε και μ’ εξηγούσε πως ήτο επόμενον να μην ξεύρουν αι κυρίαις τι εστί το ζωύφιον αυτό. Έρχεται η δεσποινίς καμαριέρα τ’ ακούει και φεύγει μην την αρπάξει αντί της κεράς της. Γέλασα μεν, αλλά θύμωσα μέσα μου και όταν μου παρουσιάσθηκε με σάντουιτς και μπίρα, αρνήθηκα να βάλλω τίποτα στο στόμα μου να μη τους τα λερώσω, αφού  τόσο πρόστυχη είχα καταντήσει.

Μόλις έφθασα στα Βοδενά εκοίταξα που θα εύρισκα την επαύριον το βαγόνι διά ξεφόρτωμα και τράβηξα στο εστιατόριο να εύρω τους δικούς μου, που ποτέ δεν με περίμεναν τόσο γρήγορα. Οχτώμισι μετά μεσημβρίας εγευμάτιζαν και χάρηκαν να με ξαναϊδούν. Εγώ η ίδια όταν τους είδα πολύ χάρηκα, ήτο πρώτη φορά που χωριζόμεθα.

Στο σπίτι όταν γυρίσαμε ηύραμε διαταγή του Αλεβιζάτου να πάγη ο Αρχίατρός μας εις το Νοσοκομείον της Πριγκηπίσσης Ελένης. Όλοι μαζί συμφωνήσαμε να μην πάγει, αλλά να έλθει ο ίδιος. Έβρεχε δυνατά και πέσαμε να κοιμηθούμεν.

12 Νοεμβρίου 1912

 

 Το πρωί πάλιν πρόσκλησις του Αλεβιζάτου δεν πήγε ο συμβίος με Μαθιό, τον είδαμε στο βαγόνι του, αναχωρούντα με Cecile, Πάλλη, και έχοντα δύο οπλισμένους στρατιώτας στο μπαλκονάκι , διότι το τραίνο μετέφερε αιχμαλώτους και εφοβείτο το παλικάρι. Έναν των αιχμαλώτων, παλιόβούλγαρο είχαν μαζί τους εκείνον που πρότινων ημερών έδεσε έναν γέρο στραβό σε δένδρο και με το μαρτίνι του, τον πλήγωσε άγρια στον ώμο.

Στους χωροφύλακας που τον συνόδευαν, εσύστησα θερμώς να τον πετάξουν στον δρόμο διά να μην τύχη καμιάς βασιλικής χάριτος αργότερα.

Πάλι άδειο το τραίνο έφυγε αφού το ήθελε ο Διάδοχος. Ο δε Νικόλαος και Χωματιανός επέμεναν να το στείλουν διά ασθενείς.

Το απόγευμα μετά το πρόγευμα πήγαμε εν σώματι να ιδούμε το σπίτι του Σουλεϊμάν μπέη, το σπίτι διότι η γριά μας συχνά μάς έδιδε να καταλάβουμε πως δεν μας ήθελε πλέον.

Ο Μπέης μας δέχθηκε στην σάλα όλο μόναχος με τον δραγουμάνο του [τον μεταφραστή του]. εμένα μ’ άφησαν να ιδώ το χαρέμη του.  Απαίσιο θέαμα 4 οικογένειαις στριμωγμέναις κάτω στην αυλή, όλο θηλυκά ακτένιστα και ανοικτά τα πρόσωπα των [δηλαδή χωρίς φερετζέ] δυο τρία μωρά που έκλαιαν σταίς κούνιαις που σταμάτισαν μόλις μπήκα. Μια όμορφη δεκαεπτά χρονών κοπέλα, μου θύμισε την Ελένη μου, μαύρα γλυκά μάτια,  με μελαγχολία ζωγραφισμένη στο πρόσωπον βέβαια θα αισθάνετο την δουλεία της. Ο ιατρός Χατζη Τάσης, μας πήγε σπίτι του διά επίσκεψιν, Ρουμανόφρων, με όλα τα ελληνικότατα αισθήματά του. Απ’ εκεί γρήγορα στην υπηρεσία μας.

13 Νοεμβρίου 1912

 

Ο Αξελός ήλθε απόψε με Ναούμ να μας πάρουν τον Κοκό Μάτσα, διότι η μάνα του έμαθε πλέον τον θάνατον του αδελφού του και ανησυχεί διά τον δεύτερον. Μου έφεραν γράμμα και σοκολάτες έμεινα κλεισμένη απόψε, διότι είμαι δυνατά κρυωμένη. Αύριο ο Αξελός θα πάγει εις Φλώρινα, να παρακαλέσει τον Δαγκλή να μεταθέσει εις Αθήνας τον Μάτσα.

14 Νοεμβρίου 1912

Στη βραδυνή επίσκεψι με Χρηστομάνον, μου ζήτησε ως χάρη ένας τυφικός στα τελευταία του να τον ξενυκτίσω. Τό υπεσχέθην, τόν μετέφερα  όταν έχασε τας αισθήσεις του στο ιδιαίτερο δωμάτιον, τον μετάλαβα και κάθισα κοντά του μια καντήλα μόνη έφεγγε τη σκοτεινή καμαρούλα την ησυχία μας ετάραξε το άνοιγμα της πόρτας δύο φορεία μου έφερναν με άλλα δύο ετοιμοθάνατα παιδιά.

Ό,τι έκαμα στον πρώτο έκαμα εις αυτούς, η καρδιά μου  είχε σφύξη δυνατά αι άτακταις αναπνοαίς των, με ράιζαν την ψυχή μου. Άναψα το κεράκι που είχα στην τζέπη και προσπάθησα να απεικονίσω ότι ήθελα να μετάδιδα στο ψυχρό αυτό χαρτί, δεν μπόρεσα να καθίσω ολίγα λεπτά ήσυχα από τον έναν στον άλλον πήγαινα. Τα δύστυχα ψυχοραγούσαν μαζί ήσυχα, διακριτικά με την ευγένεια στα πονεμένα, παραπονεμένα πρόσωπά των. Δεν μ’ έβλεπαν και μπορούσα να κλαίω τον θάνατό τους, που προτιμούσα να ήτο άλλος πόσαις φοραίς μου το είπαν τα δύστυχα “κάλια το βόλι να μας έπερνε”. Ποτέ μου δε θα λησμονήσω την εντύπωση που μ’ έκαμαν τα δακρυσμένα μάτια του Χρηστομάνου. ποτέ μου δεν τον είχα ειδή ακόμη να δακρύσει. Ποτέ δεν εφανταζόμην ότι ο ψυχρός αυτός άνθρωπος είχε τόσο ευαίσθητη καρδιά, πλησίασε τα παιδιά μου, κοίταξε τον σφιγμό τους και το θλιβερό κούνημα του κεφαλιού του μ΄ έκαμε να εννοήσω πως πριν χαράξει θα έκλεινα και τα δικά τους μάτια. Εβγήκε σιγά σιγά δια να μην τον αντιληφθώ, δεν μ΄ εμπόδισε όμως να μείνω υπό την εντύπωση που μου έκαμε η λεπτότης του κουρασμένος, όλη μέρα στο πόδι και είχε το κουράγιο να σηκώνεται νύχτα να ιδεί τι κάνουν οι τυφικοί τους. Η παρουσία του στον θάλαμον των τυφικών ήτο η παρηγοριά τους. Παράπονα δεν ηκούοντο η Ελένη Βασιλοπούλου και αυτός, τους κοίταζαν μ΄όλη την καρδιά τους.

Οι τρεις νεκροί την επαύριον σκεπασμένοι με την σημαία πήγαν στους τάφους, ετάφησαν κοντά στους δούλους αδελφούς. Το νεκροταφείον εις ποιητικοτάτην θέσιν με σταυρούς βυζαντινού ρυθμού και κατά την τουρκική συνήθεια μια πέτρα στα πόδια ως να ήθελε να δώσει ύφος σκλαβιάς και μετά θάνατον ακόμη.

15 Νοεμβρίου  1912

Επιτέλους απόψε μας ήλθε ο φρούραρχος Βεροίας. Συμπαθητικός όπως πάντοτε, με τον Τσόγγα. Τούς φιλοξενήσαμε στο πτωχικό μας σπίτι. Κοιμήθηκα στήν Καλ. Δημητριάδου, διά να του παραχωρήσω το κρεβάτι μου. Το απόγευμα έφυγε ο Ρωμάνος με το επιτελείον των γυναικών του κυανού σταυρού.

16 Νοεμβρίου 1912

Πάει ο Κοκός Μάτσας έφυγε, μας άφησε κενόν μεγάλον. Ο κύριος Γεωργαντάς υπεσχέθη να τον αναπληρώση με Λαγοπάτην.  Δεν κατόρθωσα να τον συνοδεύσω στον σταθμόν, είχα να ξενυκτίσω άλλον τυφικόν, διότι η κυρία Μαρουλή και ο Στέφανος Ράλλης, οι μόνοι που έμειναν διά να τακτοποιήσουν και παραδώσουν το υλικόν του κυανού σταυρού, κουρασμένοι πήγαν και κοιμήθηκαν. Ο Μαθιός με Χρηστομάνον ήλθαν να με πάρουν να πάγω να κοιμηθώ, αλλά δεν υπήκουσα παρά εις το καθήκον μου!

18 Νοεμβρίου 1912

Ορισμένως ο Χωματιανός θέλει ξύλο διά να ξεφορτωθεί ένα παράσιτον όν, το έστειλε σε μας δια νοσοκόμον. Χθες μετακομισθήκαμε εις το ευάερον οίκημα των αποχωρησάντων κυανών κυριών. Μ΄ όλη μου την κούραση είδα με ευχαρίστηση την Ελένη να μας φέρνει βοηθόν. Το δεύτερον πράγμα που μού ερώτησε με το εγγλέζικο ύφος της, ήτο τι ώρα παίρνετε το τέϊον;

Τσάϊ; Τσάϊ λέγω παίρνουν μόνον οι άρρωστοι.  Five o’ clock εδώ δεν υπάρχει!

Η προκομένη αυτή νοσοκόμος εγένετο άφαντος έως την επαύριο το πρωί, οπότε ο Χρηστομάνος μού ερώτησε τι έγινε. Ανεβαίνω επάνω στον θάλαμον των αδελφών και την βλέπω ξαπλωμένη. εις το γλυκύτατο!!  ύφος μου αντελήφθη την ερώτησίν μου και έσπευσε να με πληροφορήσει ότι “μικρόν επεισόδιον προχθές  βράδυ στην Θεσσαλονίκη με ηνάγκασε να κοιμηθώ διά να συνέλθω!! ένας ιατρός με εφίλησε”. Πολύ καλά έκαμε, λοιπόν, να ετοιμασθείτε να σας πάγω στον σταθμόν διά την Θεσσαλονίκη, διότι εδώ έχομεν δουλειά και όχι παιγνίδια. Το γλυκύτατο ύφος μου την συνεκίνησε και έσπευσε να σηκωθεί και ετοιμάσει τα πράγματά της. Πήγα ανήγγειλα την απόφασίν μου στον Χρηστομάνο που χάρηκε, οι άλλοι όμως ιατροί στην ιδέα πως έχαναν την μόνη νέα και ώμορφη νοσοκόμα, τα κατέβασαν. Αδιάφορο μου ήτο, κάθε πράγμα στον καιρό του.

Με τους Σέρβους αξιωματικούς κατέβηκε η χαριτωμένη στήν Θεσσαλονίκη, περήφανη διά το κατόρθωμά μου γύρισα στο νοσοκομείον και τα έβαλλα με την Ελένη που την είχε φέρει.

Γρήγορα την ξεχάσαμε την 24ώρη  εμφάνισίν της. Ευτυχώς το γράμμα μου διά Διάδοχο που ζητούσα αρβίλλες διά τους εξερχομένους τραυματίας, κατόρθωσα να το εμπιστευθώ εις Σέρβον αξιωματικόν.

19 Νοεμβρίου  1912,  Δευτέρα.

Ο Λαγοπάτης, ήλθε να αναπληρώσει τον Κοκό Μάτσα. πάλι καλά που έτυχε αυτός καλό παιδί και πρόθυμο. Το απόγευμα με μουσικαίς υπεδέχθησαν τον Μαζαράκη (Ακρίτα) στον σταθμό. Ήλθε και με είδε στο νοσοκομείο. Ο Αναστασόπουλος τηλεγράφησε πως έρχεται αύριον. Σήμερα φωτογραφηθήκαμε όλοι στον καταρράκτην.

Ο Αναστασόπουλος ήλθε, ευχαριστήθηκε διά την τάξι μας.

 

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



Αφηστε ενα σχολιο

Η παρούσα φόρμα συλλέγει το όνομα σας και την ηλεκτρονική σας διεύθυνση, ώστε να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο σχόλιο σας. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το Privacy Policy της ιστοσελίδας μας.

error: