Ο χαϊνης Δημήτρης Αποστολάκης δίνει την πρώτη του συνέντευξη μετά από «την έλευση μιας καινούργιας ζοφερής πραγματικότητας, γεμάτη φόβο και έλεγχο», στην Κρυσταλία Πατούλη και το Tvxs.gr, με σκέψεις για το πώς γράφτηκε ο «Τρούλος», ένα τραγούδι σαν «ύστατη πράξη διαμαρτυρίας»…
«Την πρώτη μαντινάδα μού την είπε ο φίλος, λαουτιέρης Δημήτρης Παπαδάκης (γιός του σπουδαίου λυράρη, τραγουδιστή Γιώργου Παπαδάκη), ένα βράδυ στην πλατέα του χωριού.
Στην Κρήτη γράφουνε χιλιάδες μαντινάδες κάθε μέρα, γέροι, νέοι και κοπέλια. Οι περισσότερες μυρίζουν κρητικίλα, θανατίλα, μαυρίλα, αντρίλα, βαρβατίλα, καπετανίλα, καψουρίλα και όλα τα εις –ιλα (εξαιρείται η Μανίλα, πρωτεύουσα των Φιλλιπινών). Μου λέει λοιπόν ο Δημήτρης «γροίκα μια μαντινάδα, ενός απλού κοπελιού, του φίλου μου του Χαρίτου», και μου λέει την πρώτη. Παιγνιδιάρικη, ηρωική, θρασεία,αστεία, κουζουλή, απεγνωσμένη,ασυνήθιστη αλλά και παμπάλαια, δεν ήξερα που να την κατατάξω. Κατάλαβα ότι ο άθρωπος αυτός ήτανε πιο κουζουλός από μένα. «Αυτή ταιριάζει μόνο στον Ψαραντώνη», μου ΄πε ο Δημήτρης και συμφώνησα αμέσως. Πήγα στο σπίτι και βγήκε αυθόρμητα η μελωδία. Μετά από λίγες μέρες, έμαθα και τη δεύτερη μαντινάδα κι έσκασα στα γέλια κι εγώ κι οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου. Η νέα μαντινάδα έκατσε ακριβώς πάνω στη μελωδία, πράγμα πολύ ασυνήθιστο να συμβεί. Την άλλη μέρα συναντήθηκα με τον Ψαραντώνη, του ΄παιξα το τραγούδι κι ενθουσιάστηκε.
Περάσανε τα χρόνια και από τα τρεχάματα πάνω κάτω, αναβάλαμε να γράψομε το τραγούδι. Όμως το θυμόμασταν πάντα και το αναφέραμε συχνά πυκνά. Ήρθε η καραντίνα, έχασα πέντε φίλους, συνεργάτες, αντάρτες, όχι από κορωνοïό, αλλά σαν να ψυχανεμιστήκανε την έλευση μιας καινούργιας ζοφερής πραγματικότητας, γεμάτη φόβο και έλεγχο κι είπανε να μισέψουνε νωρίς. Ο θάνατος σε κάνει να δώσεις απαντήσεις μέσα απ’ αυτά που αγαπάς, επανορίζοντας το χρόνο και διαλύοντας αναστολές κι αναβολές. Με πήρε τηλέφωνο εν μέσω καραντίνας, ο Ψαραντώνης και κατάλαβα ότι είχε ανάγκη να ηχογραφήσομε τον «Τρούλο». Μου το επιβεβαίωσε παρακινώντας με κι ο Βασίλης ο Σαλούστρος, αδερφικός φίλος του Άκη Πάνου και του Ψαραντώνη.
Αποφάσισα να κατεβώ στην Κρήτη να το γράψω. Πήρα τηλέφωνο ανθρώπους, αδερφούς που είχαμε χρόνια να σμίξομε και να συνεργαστούμε. Ξέρετε, ο θάνατος φέρνει μιαν ανείπωτη παγωνιά κι οι αθρώποι, σαν τα ζωάκια, πλησιάζουνε κοντά για να ζεσταθούνε. Βρήκα το Μάρκο τον Πινακουλάκη, αυθεντικός, ηρωικός, ακούραστος ηχολήπτης, γυρίζαμε τα χωριά με τους Χαΐνηδες και θέατρο σκιών, παίζοντας τον «Καραγκιόζη στη Γιουροβίζιον», τον Μηνά τον Παιγνιωτάκη, χρυσό και μερακλίδικο κοπέλι, κρουστός, και το Γιώργη το Μανωλάκη, χαρισματικό σολίστα, που ξεκίνησε το δρόμο του από τους Χαΐνηδες κι έχομε ζήσει μαζί πολλές ζωές.
Πριν να φύγω ήξερα ότι χρειάζεται άλλη μια μαντινάδα και μόνο ο Χαρίτος θα μπορούσε να δώσει λύση. Την έλλειψη μού την επεσήμανε κι ο φίλος μου, ο Αντώνης ο Κανακουσάκης από την Ψαρή Φοράδα. Γι’αυτό είναι οι φίλοι: για ν’ ακούς τις σκέψεις σου απ’ έξω.
Κατέβηκα στην Κρήτη. Με την πρώτη μαντινάδα που μου ‘πε ο Χαρίτος, ένιωσα πως συμπληρώθηκε το παζλ. Ένιωσα ότι το τραγούδι αποκτά πλαίσιο, χωρίς να αναλύσω πώς και γιατί. Δοκίμασα και την τρίτη μαντινάδα με τη μελωδία και ω του θαύματος, ταίριαζε ακριβώς. Ηχογραφήσαμε το κομμάτι με το Γιώργη μια κι εξω. Καμιά διόρθωση. Σαν να περίμενε να γραφτεί. Είχα καιρό να δω τον Ψαραντώνη τόσο χαρούμενο. Έκανε σα μικρό παιδί.
Αλλά μετά την ηχογράφηση και αφού πήγα και στο τελευταίο ξόδι, μου αποκαλύπτονται διάφορα επίπεδα κατανόησης, εκπληκτικά και αδιανόητα για μένα. Είδα κάποιον να φανερώνει την μοναδικότητά του, αδίστακτος και λαμπερός, στο πιο ψηλό σημείο μιας κοινότητας. Μετά, το ίδιο λέφτερα, να γίνεται ο «κανένας» και να λερώνεται βουτώντας στο πιο χαμηλό σημείο του χωριού. Ύστερα να πεθαίνει όπως έζησε, μόνος στην μέση της πλατείας, σαν ύστατη πράξη διαμαρτυρίας, απέναντι στη μετριότητα.
Κατάλαβα ότι περιγράφει τη ζωή κάθε ερωτευμένου, «κουζουλού», ασυμβίβαστου ανθρώπου, που δεν τονε βάνει αυτός ο «λογικός, καθωσπρέπει» κόσμος. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι το τραγούδι περιγράφει τη ζωή κάθε ήρωα. Ο ήρωας παρουσιάζεται στους θεατές υπερβαίνοντας το μέτρο, το θείο νόμο, έρχεται η Νέμεσις, ο ήρωας παθαίνει, ο ήρωας -μάλλον- αυτοχειρεί στη μέση της σκηνής. Κατάλαβα δηλαδή ότι πίσω από τα αρχικά μου γέλια κρυβόταν το τραγικό παιχνίδι με τη μοίρα, η βάση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Έπειτα κατάλαβα ότι οι στίχοι αφηγούνται τη ζωή κάθε Θεού. Το τραγούδι μού αποκάλυψε μια θεοφαγική αναπαράσταση. Κάποιος Θεός κατεβαίνει από τον ουρανό, συναγελάζεται στα χαμηλά, στο ζωϊκό επίπεδο, θυσιάζεται στο κέντρο από τους ανθρώπους και επιστρέφει στον ουρανό, στην αιώνια μήτρα. Ακόμα δεν ξέρω αν καταλαβαίνω γρι ή αν αύριο θα καταλάβω κάτι περισσότερο. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα γελώ πάντα.
Μετά από όλη αυτή την περιπέτεια των τελευταίων μηνών(καραντίνες, φευγιά, ηχογραφήσεις) , κατάλαβα για άλλη μια φορά, με άλλο τρόπο, τον πλούτο, την απλότητα, το βάθος της δημοτικής ποίησης και του λαïκού πολιτισμού μας.
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, ότι οι άνθρωποι είναι τα ζωντανά βιβλία.
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, ότι καθένας είναι μοναδικός κι αναντικατάστατος. Τι λυπηρό να το διαπιστώνομε όταν απουσιάσει!
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, ότι η μαγεία της ζωής βρίσκεται στη συνέργεια. Να φτιαχτεί με όρεξη κάτι, που να δίνει απάντηση σ’ ένα ανύπαρκτο ερώτημα. Γιατί, αλήθεια, ποιός έχει ανάγκη την τέχνη, σ΄ένα κόσμο που οι άνθρωποι μοιάζουν, όλο και περισσότερο, με κομπιούτερς;
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, ότι το Απόλυτο, ο «Θεός», που εκδιώχθηκε από τις εκκλησίες, τα κοινοβούλια, τα δικαστήρια, κρύφτηκε κουρελιασμένος στις ψυχές μερικών ελάχιστων καλλιτεχνών του κάθε μέρα.
Γι’αυτό η εξουσία ήταν πάντα εχθρική με την τέχνη. Ήθελε να ανατινάξει το τελευταίο καταφύγιο του Θεού.
Οι μοντέρνοι θεοί, όπως το Κέρδος, η Φήμη, η Ανάπτυξη, η Ασφάλεια είναι θεαματικοί: κάθε μέρα ανθρωποθυσίες! Εξουσία: ιεραρχία-υποταγή στον κοινωνικό νόμο. Τέχνη: ελευθερία- αρμονία με τοφυσικό νόμο. Κι όμως η εξουσία συμπεριφέρεται στους καλλιτέχνες, όπως λέει η παροιμία: «Πόθανε να σ’ αγαπώ και ζε να μη σε θέλω». Είναι να τρελαίνεσαι: τα λεφτά και την εθνική μας περηφάνεια τα αντλούμε από τα έργα κάποιων αρχαίων- και νεότερων-καλλιτεχνών, (τραγωδών, γλυπτών, κ.ά.). Και μην ξεχνάτε ότι η εξουσία είστε εσείς, αγαπητοί συνάνθρωποι.
Η δουλειά τού κράτους είναι να ξυλοφορτώνει τους καλλιτέχνες, όπου τους βρεί. Εσείς όμως μουσικόφιλοι, θεατρόφιλοι τι κάνετε; Δεν είναι δουλειά δική σας και μόνο δική σας, να προστατέψετε τέχνες και τενίτες (δεν ξέρω πώς), σαν το θησαυροφυλάκιο ελευθερίας, πολιτισμού και ιστορικής μνήμης για τα παιδιά σας; Κι εμείς αγαπητοί συνάδελφοι έχομε την ιερότητα και το θάρρος, να ζήσομε από την αλληλεγγύη όσων εμπνέομε, όπως θάπρεπε να κάνουν οι παπάδες, κι όπως κάνουν οι περήφανοι ασκητές;
Κατάλαβα ακόμη, ότι αρρώστια ενός ατόμου ή συνόλου σημαίνει αρρυθμία. Έλλειψη αρμονικού κύματος μεταξύ συμπληρωματικών ποιοτήτων. Οι «αρσενικές» ποιότητες (yang στα κινέζικα) είναι π.χ. η κίνηση, η δοτικότητα, η ταχύτητα, η επέκταση. Οι «θηλυκές» (yin) είναι η ακινησία, η δεκτικότητα, η βραδύτητα, η σμίκρυνση, κ.τ.λ. Η υπερβολή του yang οδηγεί στο yin και αντίστροφα. Δηλαδή, ένας που εργάζεται ασταμάτητα (πολύ yang), θα πάθει υπερκόπωση και θα ακινητοποιηθεί (πολύ yin). Αυτό έπαθε κι ο πλανήτης με τον κορονωïό.
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, τι τρομερό έγκλημα διαπράξαμε, που στηριχτήκαμε στον τριτογενή τομέα (π.χ. υπηρεσίες, τουρισμός) και απεμπολίσαμε τον πρωτογενή (μονοκαλιέργειες, απαξίωση υλικών και πνευματικών αγαθών). Ο συντομότερος δρόμος να χάσει ένας λαός την αυτάρκεια, την ανεξαρτησία, την ελευθερία του. Στις μέρες τις καραντίνας, φάνηκε καθαρά ότι το Φανταστικό είναι πολυτιμότερο του Πραγματικού. Διασώθηκε η ψυχή μόνο κάποιων ελάχιστων ανθρώπων που καταδύθηκαν στα μυστικά μιας τέχνης και καταπιάστηκαν με μια λυτρωτική της λεπτομέρεια. Η ζωή μας, έχει μυθολογική βάση, αφού το βασικό της ερώτημα θα παραμένει αναπάντητο. Ο αχαλίνωτος πραγματισμός είναι δυστοπία, μοναξιά και δυστυχία. Η τέχνη είναι η κιβωτός του μύθου.
Κατάλαβα ότι η Υγεία δεν είναι το σημαντικότερο αγαθό. Δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για να προχωρήσομε στο δρόμο της Ελευθερίας, της Αρμονίας, της Δικαιοσύνης, της Αξιοπρέπειας. Πριν με πετροβολήσετε γι’ αυτά που γράφω, σκεφτείτε την εξής μαθηματική πρόταση: Κανένας σκλάβος δεν είναι πραγματικά υγιής.↔ Κανένας πραγματικά υγιής δεν είναι σκλάβος.
Κατάλαβα για άλλη μια φορά, ότι είμαστε πραγματικά συγγενείς μόνο μ’ αυτούς που έχομε κοινή αισθητική (αισθητικόν = ηθικόν = πολιτικόν = οραματικόν). Οι συγγενείς λοιπόν, φτιάχνουν μια κοινότητα.
Αυτός είναι ο χαμένος παράδεισος: η Κοινότητα, όπου καθένας είναι μοναδικός, ξεχωριστός και συγχρόνως πολλαπλός και πλουραλιστικός. Σκεφτείτε ότι, όλα τα σπέρματα κοινωνικών, πολιτικών, πνευματικών, καλλιτεχνικών επαναστάσεων φύτρωσαν στη μήτρα της Κοινότητας. Στον σύγχρονο κόσμο του ανταγωνισμού και της ατομικότητας, δεν είναι τυχαίο ότι παρηγορούμαστε με τις κοινότητες των κόμιξ: τα Στρουμφάκια, Αστερίξ, κ.λ.π..
Κατάλαβα ότι σε μια εποχή τεχνολογικού ολοκληρωτισμού, πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, εκμηδένισης του υποκειμένου και απουσίας οραμάτων, οι άνθρωποι, από φόβο, συντηρητικοποιούνται και καταφεύγουν στο φονταμενταλισμό και στις παραδοσιακές αξίες. Το ίδιο συμβαίνει και με την κρητική μουσική. Αγαπητοί νεότεροι συμμαθητές, συνάδελφοι, η μουσική μας δεν είναι σοβαροφάνεια, ατσαλακωσιά, κλαούρα, αυτοέπαινος, κρητικολαγνεία, καπετανιά, ήθη, έθιμα, πατρίδες, θρησκείες, οικογένειες. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι σαν την φύση την Άνοιξη. Οργιώδες παιγνίδι, έρωτας, πειραματισμός, επανάσταση, δημιουργία, , τρέλα, ακόμη κι αν εκφράζεται με τον πιο μελαγχολικό τρόπο. Η ζωή είναι μια υπερβασιακή διαδικασία, πόσο μάλλον ο μεγεθυντικός καθρέφτης της, η Τέχνη. Απορώ πώς το πιο σκοταδιστικό κομμάτι της συντήρησης οικοιοποιήθηκε την παράδοση, δηλαδή τις δημιουργίες των «τρελών».
Κατάλαβα τέλος, αυτό το διάστημα, για πρώτη φορά, πόσο «αρχαίος» είμαι. Ηλεκτρονικά αγράμματος, ψηφιακά αναλφάβητος. Αποσυνάγωγος, απόκληρος, περισσάρης αυτού του κόσμου.
Διαπίστωσα ότι τα cd έχουν καταργηθεί, οι συνεννοήσεις, οι συναυλίες, τα μαθήματα, οι συναλλαγές, οι έρωτες συμβαίνουν στο κομπιούτερ. Την πρώτη μέρα που κυκλοφόρησε το τραγούδι στο ίντερνετ, πήρα τηλέφωνο τον Ψαραντώνη να το ακούσει και δεν εκάτεχε τι και πώς, ποιόν να βρει κι ίντα θα κάμει. Το ίδιο πρωί πήρα και το Χαρίτο. Μέχρι το βράδυ πολέμαγε να βρει κάποιον, να του πληκτρολογήσει το κινητό, μήπως μπορέσει ν’ ακούσει το τραγούδι. Μου ράγισε η καρδιά. Ο κόσμος αδειάζει ραγδαία, από μορφωμένους, ανεκπαίδευτους και γεμίζει από μπουλούκια αμόρφωτων εκπαιδευμένων…»
Τραγούδι: Ψαραντώνης
Μουσική, στιχουργική σύνταξη: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης
Μαντινάδες: Χαρίτος Χαριτάκης
Λαούτα: Γιώργης Μανωλάκης
Λύρα: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης
Νταούλι, γερακοκούδουνα: Μηνάς Παιγνιωτάκης
Χορωδία: Γιώργης Μανωλάκης, Χαΐνης Δ. Αποστολάκης, Μάρκος Πινακουλάκης, Νίκος Βογιατζάκης
Ηχοληψία: Νίκος Βογιατζάκης, Μάρκος Πινακουλάκης
Remix, Mastering: Νίκος Βογιατζάκης
Εικονοληψία: Αριστοτέλης Δασκαλάκης , Νίκος Βασιλάκης, Λευτέρης Τριχάκης, Στέλιος Σωμαράκης
Μοντάζ: Μαρία Αθανασοπούλου
ΠΗΓΗ:https://tvxs.gr/
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr