Home > Hot ! > Παύλος Χρήστου: Η δυνατότητα πολιτικής συνεργασίας Ρωσίας – Ευρώπης και οι προϋποθέσεις μιας στρατηγικής συμμαχίας Ελλάδας – Ρωσίας

Παύλος Χρήστου: Η δυνατότητα πολιτικής συνεργασίας Ρωσίας – Ευρώπης και οι προϋποθέσεις μιας στρατηγικής συμμαχίας Ελλάδας – Ρωσίας


There are no slides in this slider.



There are no slides in this slider.


O Γενικός Γραμματέας του Ελληνορωσικού Συνδέσμου Παύλος Χρήστου το βράδυ της Παρασκευής 25 Μαίου στην εκδήλωση του Ρωσικού Πολιτιστικού Επιστημονικού Κέντρου στην εκδήλωση “Η Ρωσία ως δύναμη Ειρήνης” μίλησε για την δυνατότητα πολιτικής συνεργασίας Ρωσίας – Ευρώπης και τις προϋποθέσεις μιας στρατηγικής συμμαχίας Ελλάδας – Ρωσίας.

Συγκεκριμένα είπε: “Βαδίζοντας στη νέα χιλιετία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία σε ένα κόσμο υπερεθνικών «ροών», ότι συντελούνται βαθιές τεχνικές, κεφαλαιακές και πολιτικές αναδιαρθρώσεις με κύρια χαρακτηριστικά την καθολικότητα και την ιδιαιτερότητα. Η ιδεολογία υποκαθίσταται μεθοδευμένα από την ιδεολογικοποίηση των αναγκών μιας αναπτυσσόμενης παγκόσμιας κυριαρχίας. Η διαμορφούμενη υπερεθνική αντίληψη της έννομης τάξης, η παραγωγή υπερεθνικού δικαίου μεταβάλλει το δίκαιο σε εργαλείο για την εξυπηρέτηση των αναγκών της αγοράς και σε δίκαιο που ρυθμίζει – διασφαλίζει την επιβολή της παγκόσμιας κοινότητας στις επί μέρους κοινωνίες. Τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αμφισβητούνται έντονα καθόσον η ιδεολογία της αγοράς στηρίζεται στον ωφελιμισμό, μια αντίληψη που σήμερα προσπαθεί να γίνει κυρίαρχη.

  Οι μεταβολές που σήμερα είναι ορατές και ανιχνεύονται αποτελούν το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής μακρόχρονης διαδικασίας που ξεκίνησε μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ο καπιταλισμός όχι μόνο κατόρθωσε να ξεπεράσει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του, χωρίς αποκαλυπτικές ανατροπές αλλά και μπόρεσε να αναπτύξει την παραγωγή σε επίπεδα και ρυθμούς πρωτόγνωρους για την ανθρωπότητα. Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός έγινε ακόμα πιο άγριος, οι καταστροφές ολόκληρων κλάδων της παραγωγής ακόμα πιο συχνές, η βαρβαρότητα του συστήματος ακόμα πιο απάνθρωπη. Συνολικά όμως ως σύστημα ο καπιταλισμός (γραφειοκρατικός ή ανταγωνιστικός) συνέχιζε να αναπτύσσεται και να κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η επίθεση αποφασιστικής σημασίας για ολόκληρο το μπλοκ εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, προωθήθηκε από το σύνολο των λειτουργιών της εξουσίας, με την υποστήριξη ολόκληρου του αστικού μηχανισμού, την αξιοποίηση των ελεγχόμενων από το κράτος και το μεγάλο κεφάλαιο μέσων μαζικής επικοινωνίας (που τείνουν ήδη, να αποβούν σε βασικά όπλα συντήρησης της κυριαρχίας της σύγχρονης εμπορευματικής – θεαματικής κοινωνίας, λειτουργώντας ως καθοριστικοί παράγοντες επηρεασμού και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και της λαϊκής συνείδησης) και εκδηλώθηκε σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και η εξέλιξή της προσδιορίζει καθοριστικά το χαρακτήρα του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα.

Μέσα σ ένα τέτοιο περιβάλλον, που όλοι οι μηχανισμοί κυριαρχίας– κάθε μορφής κυριαρχίας- συνεργάστηκαν, η μάζα των εκμεταλλευόμενων, αποξενωμένη από την παραγωγική διαδικασία, κατακερματισμένη και στριμωγμένη, επιδιώχτηκε να παραμείνει αδρανής ή υποταγμένη στους χειραγωγικούς μηχανισμούς με μειωμένες δυνατότητες αυτοργάνωσης κοινωνικών αγώνων που θα μπορούσαν να πάρουν συνολικά αντιθεσμικό χαρακτήρα.

Η εξέλιξη της επιχείρησης αποκαλύπτει την έκταση των αντιφάσεων του συστήματος και τα όρια αντοχής του. Οι κεντρικοί στόχοι, όσο και αν αναπροσαρμόζονται στην πορεία, δεν προωθούνται. Αυτό βασικά οφείλεται, στις εσωτερικές αντιθέσεις του ίδιου του συστήματος. Αντιθέσεις, που σαν αποτέλεσμα δράσης των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού, εκδηλώθηκαν με τη μορφή του άγριου ανταγωνισμού των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών μεταξύ τους αλλά και στο εσωτερικό του μπλοκ κυριαρχίας κάθε καπιταλιστικής χώρας χωριστά και στην αδυναμία των κέντρων εξουσίας να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο έλεγχο της κοινωνίας, γεγονός που σε συνδυασμό με τη δράση άλλων παραγόντων υποχρέωσε κράτος και οικονομικά συμφέροντα σε διορθωτικές κινήσεις, εκτρέποντας την επιχείρηση από την αρχική της σχεδίαση.

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων κέντρων εξουσίας όχι μόνο δεν ξεπερνιέται από τις συσσωματώσεις, τη δημιουργία πολυεθνικών και πολυκλαδικών μονοπωλίων, τη συγκέντρωση κεφαλαίου και τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου αλλά αυξάνει το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης. Ο καπιταλισμός ούτε ξεπερνιέται ούτε μετεξελίσσεται ειρηνικά. Η παγκοσμιοποίηση είναι προ των πυλών. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου, όπου δεν αρκεί να ερμηνεύσουμε μόνο τις εξελίξεις που συντελούνται, να ακολουθούμε τα γεγονότα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να πάρει την τύχη του στα χέρια του γιατί μόνο η ανθρώπινη ύπαρξη ανθίσταται.

Η προώθηση της “ενιαίας εσωτερικής αγοράς” επιταχύνει τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης στους διάφορους κλάδους με αντίστοιχες ανακατατάξεις στη μονοπωλιακή διάρθρωση. Οι αναφερόμενες πιο πάνω αλλαγές δημιουργήθησαν συνθήκες κατάλληλες για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των δραστηριοτήτων των τραπεζικών ομίλων και είχαν ως αποτέλεσμα τη ριζική μεταβολή των εθνικών κανόνων ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών σχέσεων σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και την εφαρμογή της «πολιτικής φιλελευθεροποίησης» η οποία σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες επέφερε ριζικές αλλαγές στις συνθήκες λειτουργίας των αγορών χρήματος και κεφαλαίων.

Οι διαδικασίες απορύθμισης των εθνικών χρηματοπιστωτικών αγορών και η ελευθερία κίνησης κεφαλαίων έχουν σαν αποτέλεσμα την ενίσχυση της διεθνικής και υπερεθνικής δράσης των τραπεζών. Η διεθνοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου αύξησε την δύναμη των πολυεθνικών τραπεζών και την δυνατότητα επηρεασμού της ροής κεφαλαίων. Αυτό επέφερε ουσιαστική αναδιάρθρωση στον πυρήνα του χρηματιστικού κεφαλαίου και δημιούργησε ανασύνθεση όπου το πιστωτικό κεφάλαιο αναβαθμίζει τη θέση του στη δομή του χρηματιστικού κεφαλαίου το οποίο αποκτά πλέον υπερεθνικό χαρακτήρα και δημιουργεί αντιθέσεις σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε περίοδο έντονων αλλαγών και ανακατατάξεων, που απ’ ότι διαφαίνεται σηματοδοτούν μία νέα φάση ανάπτυξής του και μετάβασης από τον εθνικό κρατικό-μονοπωλιακό στο διεθνικό – υπερεθνικό καπιταλισμό. Τα πλεονεκτήματα από την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και τη δημιουργική δύναμη της εργασίας, αξιοποιούνται κυρίως ως πρόσθετη πηγή συσσώρευσης κεφαλαίου και έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων οδηγεί σε αναδιάρθρωση των διαταξικών σχέσεων και ειδικότερα στους όρους και μορφές επίλυσης διαφορών μεταξύ «εργασίας-κεφαλαίου».

Σημαντικό επίσης ρόλο, στην αναδιάρθρωση της εθνικής μονοπωλιακής δομής και ενίσχυσης της δύναμης των πολυεθνικών ομίλων, έπαιξε η προώθηση της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων (κρατικών επιχειρήσεων και κρατικομονοπωλιακών ομίλων) στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Τέλος, ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας αναδιάρθρωσης της εθνικής μονοπωλιακής δομής και ενίσχυσης της διεθνικής και υπερεθνικής δομής, είναι η επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ανασυγκρότηση των όρων κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και των κοινωνικών δυνάμεων προώθησής της, καθώς και των ανακατατάξεων που επέρχονται στους κόλπους της οικονομίας σε νέα τεχνολογική βάση και την επιτάχυνση των διαδικασιών διεθνοποίησης και ολοκλήρωσης.

Δομείται σήμερα ένα σύστημα αμερικανικής έμπνευσης, σχεδιασμένο στη βάση της εσωτερικής αμερικανικής εμπειρίας, που έχει σαν σκοπό την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας τάξης. Κύριος μακροπρόθεσμος στόχος του συστήματος αυτού είναι να εισάγει το σύνολο των θεσμικά δημοκρατικά οργανωμένων κρατών, σε ένα ενιαίο και λειτουργικό παγκόσμιο πλαίσιο. Η Ε.Ε δεν φαίνεται να έχει περιθώρια «οπισθοδρόμησης», θα πρέπει να αποτελέσει ένα πρότυπο δημοκρατικής κοινοπολιτείας που είναι νωρίς ακόμη να αντιληφθούμε την έκταση και το βάθος των αξιών και αρχών λειτουργίας της. Οι νέες παγκόσμιες αλλαγές– εξελίξεις δημιουργούν «κατάλληλες και ικανές»(;) συνθήκες για την αναδιάρθρωση και αναμόρφωση της κλασσικής δομής του κράτους, καταδεικνύουν την απαξίωση του έθνους και των συστατικών του, με υπέρβαση της κρατικής κυριαρχίας και την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής αναφοράς μέσα στην οποία οι σχέσεις των υποκειμένων προσλαμβάνουν υπερεθνικό χαρακτήρα. Η παγκόσμια υπερεθνική τάξη και η αντίληψη της κεντρικής ελεγχόμενης διαχείρισης του κόσμου και των πραγμάτων, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε η ιδεολογία και η πολιτική να καταστούν «είδος εν ανεπαρκεία» ή «προς εξαφάνιση». Η αναγκαιότητα της παγκοσμιοποίησης και η “δεδομένη” της επικράτηση δεν μας πείθουν ότι έφτασε το τέλος του ΚΟΣΜΟΥ ΜΑΣ.

Στη μεταπολεμική Ευρώπη πολιτικοί όλων των αποχρώσεων οδηγήθηκαν από μια δυναμική κατανόησης της δημοκρατικής διαδικασίας κατά την οικοδόμηση του κράτους-έθνους. Η επιτυχία του κοινωνικού κράτους αποτέλεσε επιβεβαίωση της σύλληψης μιας κοινωνίας που επενεργεί για τον εαυτό της με πολιτικά μέσα, στα πλαίσια του κράτους-έθνους. Στο μεταλλαγμένο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας και κοινωνίας διακυβεύεται αυτή η οργανωτική μορφή και δημοκρατική επενέργεια. Οι αναπτυξιακές τάσεις μεταβάλλουν μια ιστορική αλληλουχία που είχε ως διακριτικό γνώρισμα το ότι κράτος, οικονομία, κοινωνία απλώνονται συνεκτατικά εντός των ίδιων εθνικών ορίων. Τα πραγματικά δεδομένα εξηγούν γιατί οι κρατικοί φορείς δεν είναι σήμερα πλέον οι κόμβοι που εξασφάλιζαν άλλοτε στην παγκόσμια οικονομική ανταλλαγή και συναλλαγή μια δομή διακρατικών ή διεθνών σχέσεων. Αυτή η επέκταση άνευ ορίων της οικονομίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού αγγίζει τις υπαρξιακές προϋποθέσεις ενός κρατικού συστήματος, το οποίο ιδρύθηκε στη βάση της εδαφικής επικράτειας. Όμως η δημοκρατική επενέργεια της κοινωνίας πάνω στον εαυτό της έχει, μέχρι τώρα, θεσμοθετηθεί μόνον στο πλαίσιο του κράτους-έθνους. Η δημοκρατία ταιριάζει σε αυτό τον νεωτεριστικό μόρφωμα ενός εδαφικού, εθνικού και κοινωνικού κράτους. Οι επιπτώσεις που έχει  το γεγονός ότι ένα κράτος που εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις αλληλεξαρτήσεις της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας κοινωνίας υφίσταται απώλειες ως προς την αυτονομία και την ικανότητα δράσης καθώς και τη δημοκρατικότητα του, είναι βαθύτερες. Η απώλεια αυτονομίας σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το μεμονωμένο κράτος δεν μπορεί πλέον με τις δικές του δυνάμεις να προστατεύει αποτελεσματικά τους πολίτες του απέναντι σε εξωτερικές επενέργειες αποφάσεων άλλων αυτουργών ή απέναντι στις επιδράσεις, που έχουν την αφετηρία τους έξω από τα όρια του. Όσον αφορά τη δημοκρατική ανάγκη για νομιμοποίηση, ανακύπτει πάντα όταν ο κύκλος των συμμετεχόντων σε δημοκρατικές αποφάσεις δεν ταυτίζεται με τον κύκλο όλων όσους αφορούν οι αποφάσεις αυτές. Με την αποδιάρθρωση του εδαφικά περιορισμένου πεδίου δράσης των αυτουργών, που ανήκουν στο κράτος-έθνος από τη μία, αγορών, που έχουν τεθεί σε παγκόσμιο επίπεδο εκτός ορίων, και κινήσεων κεφαλαίων και εργασίας, που έχουν επιταχυνθεί από την άλλη, εξαφανίζεται  η λειτουργική πληρότητα της εθνικής οικονομίας. Ο παραγκωνισμός της πολιτικής από την αγορά αποτυπώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στον κύκλο απώλειας στήριξης του κοινωνικού συστήματος. Οι δημοκρατικές διαδικασίες και διευθετήσεις που παρέχουν στους πολίτες τη δυνατότητα συλλογικού αυτοκαθορισμού και πολιτικής επενέργειας στους κοινωνικούς όρους του βίου τους αποψιλώνονται από κάθε κινητήρια δύναμη, στο βαθμό που το κράτος-έθνος χάνει λειτουργίες και περιθώρια δράσης δίχως να δημιουργούνται αντίστοιχα τους σε υπερεθνικό επίπεδο. Η αμυντική εκδοχή στην παγκοσμιοποίηση έχει αφετηρία ότι ο σε παγκόσμια κλίμακα αποχαλινωμένος καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να τιθασευτεί αλλά μόνον να απορροφηθούν οι κραδασμοί του σε εθνικό επίπεδο. Η επιθετική εκδοχή επενδύει στη διαπλαστική δύναμη μιας πολιτικής που, σε υπερεθνικό επίπεδο, αναπτύσσεται  παρακολουθηματικά σε σχέση με τις αγορές που ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Τούτη η οπτική καθοδηγείται  από την υπεροχή της πολιτικής έναντι της λογικής της αγοράς. Η απαίτηση αυτή στρέφει ωστόσο το βλέμμα προς μεγαλύτερες πολιτικές ενότητες και διεθνικά καθεστώτα, τα οποία θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τις απώλειες του κράτους-έθνους, δίχως να χρειάζεται να διαρραγεί η αλυσίδα της δημοκρατικές ενότητας. Από πολλούς προτείνεται και προσφέρεται προς τούτο η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική όμως, η οποία παράγει αγορές, είναι αυτοαναφορική στο βαθμό που κάθε βήμα προς την απορρύθμιση των αγορών σημαίνει ταυτόχρονα και μια αποδυνάμωση ή έναν αυτοπεριορισμό της πολιτικής εξουσίας ως του μέσου για την εφαρμογή συλλογικά δεσμευτικών αποφάσεων. Μια πολιτική ανάκτησης του χαμένου εδάφους αντιστρέφει αυτή τη διαδικασία: είναι μια αναστοχαστική πολιτική υπό ανεστραμμένα πρόσημα.

Παρατηρώντας την μέχρι σήμερα εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από αυτή την οπτική γωνία βλέπει ότι η δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών δεν σημαίνει κατ΄ανάγκη υπεροχή της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Οι οικονομίες των χωρών-μελών βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και λειτουργούν με διαφορετικές λογικές. Μέχρις ότου προκύψει μια ολοκληρωμένη ενιαία οικονομία από την ετερογενή αυτή κατάσταση, η διάδραση των μεμονωμένων οικονομικών χώρων θα οδηγεί σε τριβές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση τίθεται ενώπιον της εναλλακτικής εκδοχής είτε να χαλαρώσει την πίεση των προβλημάτων- που απορρέουν από τις διαφοροποιήσεις-μέσω της αγοράς, είτε να επεξεργαστεί πολιτικά την πίεση, επιχειρώντας μια σταδιακή προσαρμογή στα σημαντικά ζητήματα, της κοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής αγοράς εργασίας και της φορολογικής πολιτικής. Δηλαδή αν θα πρέπει να υπερασπιστεί κανείς μια διακρατική εξισορρόπηση εθνικών συμφερόντων, ή αντίθετα αν θα πρέπει να εξελιχθεί προς μια αυθεντική ομοσπονδία, ξεπερνώντας το σημερινό καθεστώς του συνδέσμου κρατών. Τότε ίσως θα κέρδιζε την πολιτική δύναμη να λαμβάνει διορθωτικές της αγοράς αποφάσεις και να επιβάλλει ρυθμίσεις με αναδιανεμητική επίδραση. Είναι πλέον βέβαιο ότι ένας ευρωπαϊκής εμβέλειας δημοκρατικός σχηματισμός βούλησης, που θα πρέπει να νομιμοποιήσει θετικά συντονισμένες και δραστικές, ως προς την αναδιανομή, πολιτικές και να αποτελέσει το φορέα τους δεν μπορεί να υπάρξει δίχως μια διευρυμένη βάση αλληλεγγύης. Η ίδια η δημοκρατία είναι μια δικαιικά διαμεσολαβημένη μορφή της πολιτικής ολοκλήρωσης. Η τελευταία εξαρτάται από μια πολιτική κουλτούρα την οποία να μοιράζονται όλοι οι πολίτες.

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Αν, στο πλαίσιο μιας αναθεωρημένης παγκόσμιας οργάνωσης, ομάδα ικανών για οικουμενική πολιτική δράση αυτουργών μπορεί να αναπτύξει το αρθρωμένο δίκτυο διεθνικών καθεστώτων με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστεί δυνατή η αλλαγή κατεύθυνσης προς μια παγκόσμια πολιτική δίχως παγκόσμια κυβέρνηση. Το ερώτημα αυτό δεν κλονίζουν δύο γενικές αποφάνσεις: (α) την υπόθεση ότι οι εθνικές κυβερνήσεις εμπλέκονται ολοένα βαθύτερα σε υπερεθνικά δίκτυα και για το λόγο αυτό εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα πολιτικά αποτελέσματα που παράγονται σε συνθήκες ασύμμετρης κατανομής ισχύος, και (β) την υπόθεση ότι οι εθνικές κυβερνήσεις, όποιες πολιτικές και αν επιλεγούν είναι υποχρεωμένες να προσαρμοστούν στους επιτακτικούς περιορισμούς των απορρυθμισμένων αγορών και, λόγω της επιβαλλόμενης μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων και της συρρίκνωσης των κρατικών προϋπολογισμών, να δέχονται αυξανόμενες ανισότητες στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.

Μεσοπρόθεσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμένει το πρόβλημα, αν τα “μικρά” εθνικά κράτη μπορούν μόνο του το καθένα, να διατηρήσουν την ικανότητα δράσης για να αντισταθούν στη μοίρα μιας αφομοίωσης στο κοινωνικό μοντέλο που τους υποδεικνύει το καθεστώς που κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία.

Μέσα στο συμβατικό πλαίσιο του φιλελευθερισμού οι ατομικές βλέψεις και σκοποθεσίες των υποκειμένων τίθενται ως ανεξάρτητες από τις κανονιστικές επιταγές και τα αξιολογικά αιτήματα κοινωνικής συνοχής. Η πολιτική που πλέον νοείται σε αφαίρεση από το δημόσιο χαρακτήρα της θεμελιώνει την κανονιστική ισχύ των δικαιωμάτων στο γεγονός ότι όλοι έχουν δικαίωμα να επιτυγχάνουν επωφελείς στόχους. Αυτή η πεποίθηση συνιστά και το περιεχόμενο της “αλληλεγγύης”, η οποία συνδυάζεται με μια έννοια συμφέροντος, το οποίο, όταν δεν αίρει τις συναινέσεις, είναι θεμιτό ως μια μορφή συνενοχής στην απόκτηση ωφελημάτων και συμμετοχής στο κοινό παίγνιο της πραγματιστικής δικαιολόγησης. Έτσι, η ισχύς των αξιών δεν οφείλεται στο δεσμευτικό χαρακτήρα των προσταγμάτων τους αλλά στο γεγονός ότι αντιστοιχούν σε μια προσοικειωμένη από τους δρώντες κοσμοθεωρητική παράσταση. Δηλαδή, εφόσον οι αξίες και τα κριτήρια συγκροτούνται μέσω μιας πρακτικής εντός των συμβάσεων με σκοπό την επίτευξη κοινώς παραδεκτών, επωφελών σκοπών, τότε ποιο κανονιστικό κριτήριο επιτρέπει μια ερμηνεία αυτής της παράδοσης; Αυτό είναι ένα από τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού, γιατί ελλείψει αυτών των κριτηρίων και του συναφούς κανονιστικού λόγου, ο κοσμοθεωρητικός «πλουραλισμός» του φιλελευθερισμού εκπίπτει σε μια γενικευμένη ανοχή των πάντων, δηλαδή ακόμη και των συμπεριφορών που διατρύουν το αξιολογικό πλέγμα που συνέχει μια κοινωνία.

Αυτή η ουσιαστική άρνηση της καθολικότητας των αξιών, που συνδυάζεται με την έκπτωση των μεταφυσικών πεποιθήσεων, συμπαρασύρει με την πτώση της και την οικουμενική αποδοχή που διεκδικεί ο πολιτικός φιλελευθερισμός, δεδομένου ότι αυτός και η μεταφιλοσοφική κουλτούρα του δεν είναι παρά συγκυριακές διαλάμψεις, χωρίς το απαραίτητο οικουμενικό κύρος που διεκδικεί. Καθώς αρνείται ο φιλελευθερισμός να προσεγγίσει την ελευθερία, ως ορθοπρακτικό όρο για τη σύσταση της πολιτικής, την αντιλαμβάνεται ως κατηγόρημα του ατομικού πράττειν μέσω της δυνατότητας για αυτοέκφραση, και αυτός ο αναπροσδιορισμός της σχέσης ελευθερίας και πρακτικής στη βάση ενός προκρινόμενου τύπου υποκειμενικής θεμελίωσης τροποποιείτο περιεχόμενο της ίδιας της πολιτικής. Έτσι, η πολιτική εκλαμβάνεται “ως υπόθεση προς διεκπεραίωση” από τις κατάλληλες τεχνικές που δύνανται να επιβάλουν συναινέσεις και εγείρει ένα αίτημα περιγραφής που προκύπτει ως απότοκο της αδυναμίας να εξηγηθεί από τη φιλελεύθερη θεωρία η κοινωνία και η πολιτική.

Ο πραγματισμός του πολιτικού φιλελευθερισμού δεν είναι ριζικά ανορθολογικός αλλά εμφορείται από το πνεύμα ενός “χρηστικού ορθολογισμού”, δηλαδή για μιας νεοθετιστικής έμπνευσης ορθολογικότητα που είναι ζητούμενη όσο δύναται να διασφαλίζει μια λυσιτελή αξιοποίηση της γνώσης και να πληροί τα κριτήρια αποδοτικότητας, που απαξιώνουν ή καταξιώνουν κατά το αποτέλεσμα τις πολιτικές πρακτικές τις οποίες υιοθετούν οι πολιτικές κοινότητες. Η άρση των στοιχείων αυτής της πρακτικής διάστασης που διακανονίζει τις σχέσεις των δεσμευτικών όρων της πολιτικής κατακερματίζει τη συνοχή που ορίζει η συνάφεια του πράττειν με την αντικειμενικότητα των αξιών. Παραβλέποντας ο φιλελευθερισμός τον προκαταρκτικό ορισμό του Λόγου ως κριτικής μεθόδου, εφευρίσκει τη συντηρητική μεθερμηνεία της πολιτισμικής κουλτούρας ως συνόλου καταφατικών προσδιορισμών στο αίτημα της αποτελεσματικότητας και σε αντίθεση με τη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας και της ελευθερίας, για να ενθρονίσει την πραγματιστική «αλληλεγγύη», που αποχωρισμένη από την πραξεολογική φιλοσοφία προσβλέπει σε ένα φορμαλιστικό αίτημα δικαιοσύνης. Έτσι μαζί με το τέλος της φιλοσοφίας, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, πρεσβεύει και το τέλος της πολιτικής ως πρακτικής τελούμενης σε ένα κανονιστικό πλαίσιο δράσης, προσπαθώντας να διασώσει το «φιλελευθερισμό», χωρίς τον ορθολογισμό του, δηλαδή χωρίς το ορθολογικό περιεχόμενο που έχει συγκροτήσει το φιλελεύθερο αίτημα. Η αυθαιρεσία αυτή χαρακτηρίζει και την αντίληψη του για το σχηματισμό των κανόνων οι οποίοι, αποκομμένοι από την κριτική ορθολογική τους διάσταση, τίθεται κυρίως ως τυπικοί όροι οργάνωσης της πραγματιστικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι η αδυναμία συγκρότησης της πολιτικής ως αντικειμένου της θεωρίας. Στο βαθμό που η πολιτική νοείται σε απόσταση από την καθολικότητα των αξιολογικών της προσταγμάτων και τη δεσμευτική ισχύ των αξιωμάτων της, οι έννοιες της συμμετοχής, της δικαιοσύνης, της ισότητας και της αλληλεγγύης θα συρρικνώνονται προς όφελος της αποδοτικότητας. Η φιλελεύθερη ουτοπία αναδεικνύει την πολιτική ως απλή άσκηση και τεχνική που επιτείνει τους κοινωνικούς χωρισμούς και διατρύει το δημόσιο χώρο. Ο κατακερματισμός αυτού του χώρου στερεί την πολιτική από τη δημόσια αναφορά της και την καθιστά αντικείμενο του ατομικού πράττειν, ώστε να αδυνατεί να υπερκεράσει τις επιμέρους ατομικές αποβλέψεις. Έτσι η συρρίκνωση της αξιολογικής συνοχής του πολιτικού στοιχείου στη νομιμότητα της συμβατικής του αποδοχής αίρει και το περιεχόμενο της ορθολογικής πολιτικής επιλογής.

Οι λαοί της Ευρώπης οφείλουν να αποδεχτούν τις προκλήσεις της ενδεχομενικότητας του υπάρχοντος ευρωπαϊκού κόσμου και να αγωνιστούν για μια νέα Ευρώπη. Ας μην ξεχνούμε ότι η εξέλιξη της Δύσης προς το σοσιαλισμό θα είναι μακροχρόνια και ακόμη δυσκολότερη από την φιλελευθεροποίηση της Ανατολής. Αλλά φαίνεται επίσης αδύνατο να αποφευχθεί. Τρία σημαντικά γεγονότα έχουν εμφανισθεί και είναι πλέον ορατά από τους λαούς :

(α) Η τεχνική ανωτερότητα της προγραμματισμένης παραγωγής από την καπιταλιστική παραγωγή,

(β)  Η αδυναμία δημιουργίας μιας πραγματικά ανθρώπινης κοινότητας με βάση κεφαλαιοκρατικές αρχές, και

(γ) η μείωση της αξίας αυτών των αρχών.

Τελικά ο καπιταλισμός δεν έχει στη δύση παρά αρνητική νομιμότητα-νομιμοποίηση. Ένα πράγμα φαίνεται βέβαιο:  Η σύμπτωση Ανατολής και Δύσης προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό!!!

Αυτό αποτελεί και την πολιτική βάση συνεργασίας Ευρώπης και Ρωσίας. Ήρθε η στιγμή μιας πραγματικής  στρατηγικής συμμαχίας Ελλάδας και Ρωσίας ,μιας συμμαχίας σε όφελος των λαών, της ειρήνης  και της δημοκρατίας.

Οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν μακρά παράδοση, διαμορφωμένη από κοινές πολιτισμικές αξίες των δύο λαών, όπως και τη συμμετοχή τους στη νίκη επί του φασισμού και του ναζισμού. Βεβαίως, επηρεάζονται καθοριστικά από το σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον, τους συσχετισμούς και τις αντιφάσεις που το συνθέτουν. Το πιο σημαντικό σήμερα είναι να διατηρήσουμε και να διευρύνουμε τις δυνατότητες και τις προοπτικές συνεργασίας και πνευματικής ένωσης, οι οποίες κατά τη διάρκεια των αιώνων έχουν δημιουργηθεί στις σχέσεις της Ελλάδας και της Ρωσίας. Η ζωντανή κληρονομιά των δύο χωρών αποτελεί την καλύτερη προϋπόθεση για να γίνει αυτό. Οι ίδιοι οι λαοί της Ελλάδας και της Ρωσίας καθορίζουν το μέλλον των προοπτικών αυτών. Η ελληνική και ρωσική κοινωνία, φαίνεται, να είναι έτοιμες. Η ΕΛΛΑΔΑ μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη των εξελίξεων. Πιστεύουμε σε ένα κόσμο ειρηνικό όπου οι λαοί να έχουν την ανεξαρτησία τους. Εκείνο που χαρακτηρίζει την εποχή μας, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, είναι η οικουμενική αντίθεση “κυριάρχων- κυριαρχούμενων”. Πάνω σε αυτή την αντίθεση καθώς και στο ότι ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει κυριαρχείται, έχει σημείο στήριξης το φαινόμενο του πολέμου και της σύγκρουσης.

Το κράτος-έθνος θα πρέπει αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης αξιοποιώντας το δικό του κανονιστικό δυναμικό. Για πρώτη φορά (πλην των Παγκοσμίων Πολέμων) η οικουμένη καθίσταται οικουμενική με μια πατερναλιστική έννοια, το κράτος-έθνος δεν μπορεί πλέον να κινείται σε ένα κλειστό σύμπαν, εντός των τειχών. Οφείλει να βρεθεί αντιμέτωπο με τον πλουραλισμό διαφορετικών αληθειών. Η αναστοχαστική ώθηση του κράτους-έθνους όχι μόνο ευνοεί την συνεννόηση αλλά κατ’ ουσία την καθιστά για πρώτη φορά δυνατή. Όλοι οι συμμέτοχοι οφείλουν να γνωρίζουν το μερικό χαρακτήρα των εκάστοτε δικών τους προϋποθέσεων του στοχασμού, πριν μπορέσουν να φανούν οι κοινές προϋποθέσεις διαλόγου και οι κοινοί αξιακοί προσανατολισμοί”.

ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ!!!!

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



Αφηστε ενα σχολιο

Η παρούσα φόρμα συλλέγει το όνομα σας και την ηλεκτρονική σας διεύθυνση, ώστε να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο σχόλιο σας. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το Privacy Policy της ιστοσελίδας μας.

error: