Home > Πολιτισμος - Κοινωνικα > «Σάμαλι πολύ γλυκό, ζαχάριο τσουρέκι, έλα – έλα χωνάκι παγωτό και παγωτό κασάτο».

«Σάμαλι πολύ γλυκό, ζαχάριο τσουρέκι, έλα – έλα χωνάκι παγωτό και παγωτό κασάτο».





Αφιέρωμα από το βιβλίο της Πάρη Ντελκή “Άνθρωποι και Ιστορίες -η Βόρεια Εύβοια της καρδιάς μας

“Ακόμη νομίζω ότι ακούω αυτές τις γλυκές λέξεις, στ’ αυτιά μου τη μεγάλη Εβδομάδα. Λόγω νηστείας δεν τρώγαμε τυρόπιττες και ο γνωστός Κυριάκος με το καροτσάκι του γυρνούσε ολόκληρη την Ιστιαία και διαλαλούσε το νηστίσιμο αλλά …λαχταριστό εμπόρευμά του. Το σάμαλι, που ακόμη την συνταγή του μόνο ο μικρότερος γιός του γνωρίζει, κληρονομιά γλυκιά απ’ τον πατέρα του. Σκαλίζω την μνήμη μου και  θυμάμαι  μια εποχή που έχει χαθεί μαζί με την παιδική ηλικία. Μια γλυκιά ανάμνηση, μια μορφή ακούραστη και χαμογελαστή ενός αγωνιστή της ζωής. Κι η μητέρα μου θυμάται και μου περιγράφει: «Τότε γύρω στο ’48 με ’50 περνούσε πρώτα «η καταβρεχτήρα» για να κατακαθίσει η σκόνη του δρόμου- ντάλα μεσημέρι- και μετά το απογευματάκι καθόμασταν στο πεζούλι, όλα τα κοριτσόπουλα και περιμέναμε να περάσει ο Κυριάκος με το καροτσάκι του. Οι περισσότερες τότε σκεφτόμασταν πόσο πιο ακριβό θα ήταν το κασάτο απ’ το χωνάκι Κι όταν λέγαμε χωνάκι, εννοούμε κάτι πολύ μικρό, μισό απ’ αυτό που έχουμε σήμερα. Το κασάτο το παγωτό ήταν μικρό σαν σπιρτόκουτο. Άλλοτε ανάλογα με την εποχή φώναζε:

«Ο μπουρεκάς, ζεστό μπουρέκι, τυρόπιττα ζεστή»

Κάποιες Κυριακές ή γιορτές έβαζε μια τούρτα στη λαχειοφόρο αγορά, στον Πάνω πλάτανο. Μαζεύονταν πολλοί και έλεγαν αστεία και διασκέδαζαν.»

Όλοι λίγο πολύ, οι παλιοί Ξηροχωρίτες τον θυμόμαστε, να γυρνά ολόκληρη την Ιστιαία και τα χωριά. Από τη δεκαετία του ’70 και μετά στην πλατεία εγκαταστάθηκε στην πλατεία χωρίς  να σταματήσει να δουλεύει πάντα μαζί με την γυναίκα και τα παιδιά του. Τίμιος και δουλευτής έδινε το στίγμα της εποχής. Σήμερα ο μικρότερος γιός του ο Γιώργος Κυριακού, μας επέτρεψε να ξεδιπλώσουμε  την ιστορία του πατέρα του με συγκινητικές λεπτομέρειες που χάραξαν και την δική του πορεία όπως άλλωστε ολόκληρης της οικογένειας Κυριακού.

«Στη Σινασσό της Μικράς Ασίας ζούσε ο Απόστολος Χατζηαποστόλου – Κυριακού με τη σύζυγό και τα παιδιά τους. Το  Γιάννη, τον Κυριάκο και την Ευδοκία ( η οποία πέθανε μετά τον ερχομό τους την Ελλάδα). Ο Απόστολος εργάζονταν ως τεχνίτης σιροπιαστών γλυκών.

Μετά τον ξεριζωμό και τη μεγάλη καταστροφή περνώντας αμέτρητες ταλαιπωρίες αυτός, η οικογένεια του και πολλοί συγχωριανοί τους καταλήγουν στην Εύβοια, όπου και φτιάχνουν την Ν.Συνασσό.

Λίγα χρόνια αργότερα το 1925 σε μια αγοραπωλησία αλόγων, ληστές σκοτώνουν τον Απόστολο με σκοπό να τον κλέψουν. Έτσι μένουν ορφανά τα δύο του παιδιά. Όταν τα παιδιά βρίσκονται σε ηλικία 15 και 9 ετών χάνουν και τη μητέρα τους Χρυσάνθη.

Ο Γιάννης μένει με συγγενείς στη Συνασσό, ενώ τον μικρό Κυριάκο τον παίρνουν άλλοι συγγενείς στο Βόλο.

Ο Κυριάκος έχοντας αγαπήσει αυτή τη δουλειά που έκανε ο πατέρας του στη Μικρά Ασία ( ζαχαροπλάστης ) ψάχνει να βρει δουλειά σε φούρνους και αρτοποιεία. Η πρώτη του δουλειά είναι να αγοράζει κουλούρια από φούρνο και να τα πουλάει στο λιμάνι του Βόλου στους ψαράδες. Ενώ τα απογεύματα εργάζεται σε ζαχαροπλαστείο όπου μαθαίνει να φτιάχνει παγωτό, παστέλι και σάμαλι.

Το μυαλό του όμως πάντα είναι στη Σινασσό όπου ζει ο αδελφός του. Έτσι επιστρέφει πριν το πόλεμο του 1940  στην Εύβοια, χωρίς να φύγει ποτέ ξανά.

Το 1947 γνωρίζει και παντρεύεται τη γυναίκα του Βαγγελιώ και αποκτούν πέντε παιδία. Παρά τη φτώχια που υπήρχε καταφέρνει να μην λείπει τίποτε από την οικογένεια του δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ.

Το 1960 δουλεύει στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο των Λ. Αιδηψού το «Πετράκος». Εκεί μαθαίνει να δουλεύει και τη σφολιάτα. Το 1961 αποφασίζει να ανοίξει ένα δικό του εργαστήριο στο σπίτι του στην Ιστιαία. Εκεί με τη βοήθεια της συζύγου του φτιάχνει τυρόπιτες, σάμαλι, παστέλια και παγωτό ( το οποίο φτιάχνει με μία μηχανή που λειτουργούσε σαν ποδήλατο με πετάλια). Μετά πουλά τα προϊόντα του στο σχολείο, τις πλατείες και τα γύρω χωριά.

Το 1974 ανοίγει το πρώτο του κατάστημα στην Ιστιαία, εγκαταλείποντας έτσι το πασίγνωστο πια καροτσάκι του με μεγάλη του λύπη.

Το 1984 ανοίγει μαζί με τα παιδιά του και άλλο ένα κατάστημα στα Λουτρά της Αιδηψού. Η επιχείρηση αργότερα επεκτείνεται και στο Πευκί, στους Ωρεούς και στην Ιστιαία με δύο νέα καταστήματα.

Το μεγάλο του όμως όνειρο ήταν να επεκτείνει μαζί με τα παιδιά του την δουλειά του και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και ίσως αυτό να γίνει πραγματικότητα μέσω των εγγονών του πια.

Όλος ο κόσμος τον αγάπησε γιατί ήταν τίμιος, εργατικός και βοηθούσε κάποιον που είχε ανάγκη, γιατί είχε περάσει και αυτός πολύ δύσκολα χρόνια.

Το 1996 χάνει τη γυναίκα του σε ηλικία 67 ετών. Τον Αύγουστο του 2005 αρρωσταίνει βαριά και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους πεθαίνει σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών.

Καθημερινά τα παιδιά του ακούνε από τον κόσμο τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα τους και τη μητέρα τους και πολλοί συγχωριανοί του τον θυμούνται και μιλούν για αυτόν και εκείνα τα παλιά καλά χρόνια με πολλή νοσταλγία».

Πάρη Ντελκή

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



error: