Λιγομίλητος και μετρημένος ο Αντώνης Τσώνος, παρά τη μεγάλη κι επιτυχημένη διαδρομή ζωής που διένυσε μέσα στα κολυμβητήρια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Περιγράφει τη ζωή του με τόσο απλά λόγια που όμως χτίστηκε με θυσίες, κόπο και ηθική ικανοποίηση. Μιλά για τη ζωή μιας άλλης μεταβατικής εποχής, σε μια Αθήνα που τη δεκαετία του ’70 είχε ένα μόνο κολυμβητήριο. Ψηλά κτίρια και πολυκατοικίες κάνουν την εμφάνιση τους παντού, ο πληθυσμός αυξάνεται , όπως κι οι ευκαιρίες για όποιον ήθελε να τις αξιοποιήσει.

Λ. Αιδηψού: Μέσα της δεκαετίας του ’60
«Γεννήθηκα στην Ιστιαία το 1957. Ο πατέρας μου έφυγε από το Ξηροχώρι το 1960, πηγαίνοντας στην Αθηνά κι εγώ με τη μητέρα μου τον ακολουθήσαμε τρία χρόνια μετά. Το 1963. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησα το σχολείο στον Πειραιά.
Και οι δυο γονείς μου εργάζονταν τότε στο κολυμβητήριο του Πειραιά, το μοναδικό κλειστό σε όλη την Ελλάδα. Έτσι από πολύ μικρή ηλικία 6 -7 χρονών ασχολήθηκα με το κολύμπι κι έγινα αθλητής στον Εθνικό Πειραιά, πηγαίνοντας σε αγώνες.
Ήμουν στην Εθνική Ομάδα επτά χρόνια, από το 1976 μέχρι και το 1983. Πρωταθλητής πεταλούδας και στη μικτή κατηγορία έξι χρόνια. Στους Βαλκανικούς πήγαινα συνέχεια».
«Τα μετάλλια άρχισα να τα κερδίζω από το 1972 μέχρι και το 1983, χρυσά, αργυρά, χάλκινα. Τότε την εποχή του ’60 στην Αθήνα υπήρχε ένα
κολυμβητήριο κλειστό εικοσιπενηντάρι και στο Ζάππειο μια πενηντάρα πισίνα. Στις άλλες πόλεις κολυμπούσαν τότε, όπως κολυμπάμε εμείς σήμερα για παράδειγμα στους Ωρεούς, σε τέτοιες εγκαταστάσεις. Στη Θεσσαλονίκη κολυμβητήριο έγινε το 1975».
Εγώ ήμουν τυχερός γιατί ήταν οι συνθήκες τέτοιες κι είχα κολυμβητήριο εκεί που ζούσα και μπορούσα να κολυμπώ, να κάνω αθλητισμό και πρωταθλητισμό με τον Χρήστο Χούμα, τον προπονητή μου. Μου άρεσε αυτό που έκανα! Είχα κι έχω πάθος με το κολύμπι. Τα έδινα όλα πάνω στον αγώνα. Ήμουν συναθλητής με τη Δάρα, τον Καρύδη, τον Κοσκινά, τον Κουτουμάνης, την Αυλωνίτου.
Παλιά ήταν πιο αγνά τα πράγματα, στον αθλητισμό. Δεν υπήρχαν βιταμίνες, «επιστημονική υποστήριξη» που λένε, αναβολικά, τα ντοπαρίσματα, χορηγοί. Τότε στην εποχή του ’70 άρχισαν να εμφανίζονται και στην Ελλάδα αυτά τα πράγματα, αλλά ήταν πολύ μεμονωμένα. Τώρα ο πρωταθλητισμός έχει αλλάξει, συγκριτικά με πενήντα χρόνια πίσω».
Οι θυσίες του πρωταθλητισμού κι …οι πρωτιές

Βαλκανικοί αγώνες Βουλγαρία 1977

Μεσογειακοί αγώνες Split (πρώην Γιουγκοσλαβία)
«Εμείς τότε δουλεύαμε και τις Κυριακές! Μέχρι το ’81 το Σάββατο ήταν εργάσιμη μέρα. Εμείς όμως προπονούμασταν και την Κυριακή. Όταν ήμουν φοιτητής πήγαινα στη σχολή μέχρι τις 6 μετά έκανα 6-8 προπόνηση κι αν δούλευα, ή αν προπονούσα τα παιδιά από πριν γύρναγα σπίτι αργά …
Ήμουν φοιτητής και δεν υπήρχε χρόνος, ούτε για ξενύχτια, ούτε για βόλτες, ούτε για εκδρομές.
Αλλά όλο αυτό ήταν και διέξοδος!
Τότε δεν είχαμε καλά –καλά τηλεόραση, δεν είχαμε ίντερνετ, δεν είχαμε κλαμπ. Στα φόρτε τους ήταν οι ντίσκο, αλλά εγώ πήγαινα μεμονωμένα.
Όταν κάνεις πρωταθλητισμό έχεις άλλους στόχους. Δεν ξέρεις αν θα κερδίσεις, αν θα χάσεις, ποτέ δεν είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα, εξαρτάται κι από τους αντιπάλους. Ξέρεις βέβαια σε ποια κλάση είσαι, αλλά όταν κάνεις πρωτάθλημα σκοπός είναι να πάρεις την καλύτερη θέση. Αλλά αντί για καλή μπορεί να πας και στην τέταρτη και στην πέμπτη θέση».
Θυμάμαι την εποχή του ’76. Εκείνη την περίοδο που ήμουν τριτοκλασάτος, και κάνω ένα «μπαμ» και βγαίνω δεύτερος, πρώτος!
Οπωσδήποτε ένιωσα χαρά, υπερηφάνεια. Η οικογένεια δεν μπορώ να πω ότι συμμετείχε απόλυτα, τουλάχιστον με τον τρόπο που κάνουν μερικοί γονείς τώρα σήμερα. Οι δικοί μου χάρηκαν, αλλά δεν υπερέβαλαν!
Ήταν άνθρωποι ήπιων τόνων, δεν ήθελαν να επιδεικνύονται. Δεν είχαν ποτέ αυτό που γίνεται μερικές φορές να παρουσιάζονται γονείς και να καμαρώνουν με φράσεις του τύπου «το παιδί μου είναι πρώτο», «εγώ είμαι αυτός» και άλλες που λίγο πολύ όλοι έχουμε ακούσει».

Βαλκανικοί αγώνες 1981 Βουλγαρία
Οι σπουδές και η προπονητική περίοδος
«Μέχρι και το ‘83 ήμουν ο καλύτερος στο αγώνισμά μου πεταλούδα και μικτό. Παράλληλα, τελείωσα και τη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά.
Ευτυχώς γιατί αυτή η σχολή δεν είχε υποχρεωτικά μαθήματα, ή εργαστήρια κι έτσι είχα ελεύθερο χρόνο και να προπονούμαι και να δουλεύω για χαρτζιλίκι.
Το ότι ήμουν καλός αθλητής με βοήθησε και πέρασα καλά στο στρατό. Μετά μπήκα και στη Γυμναστική Ακαδημία, ενώ ταυτόχρονα μπήκα στην Αστυνομία, γιατί παλιούς και καλούς αθλητές τους προσφέρει το κράτος τιμητικά μια θέση, για επαγγελματική αποκατάσταση».
«Όταν σταμάτησε ο πρωταθλητισμός, μετά το 1983 ξεκίνησε η προπονητική περίοδος της ζωής μου μέχρι και τώρα. Κάποια στιγμή γύρω στο 2003 σταμάτησα γιατί είχε έρθει ο κορεσμός, η κόπωση, τα προβλήματα στο χώρο.
Όπως αλλάζει η δομή της κοινωνίας, έτσι άλλαξε και αυτή η μικροκοινωνία. Αλλάζουν τα παιδιά, οι συνθήκες, έγιναν νέα κολυμβητήρια, μπήκαν τα αναβολικά, οι χορηγοί… Τότε κολυμπούσαν χίλιοι ενώ τώρα δέκα δεκαπέντε χιλιάδες…
Πάντα όμως υπήρχαν κι οι στοχοπροσηλωμένοι αλλά και τα «ψώνια» ποσοστιαία όμως οι συμπεριφορές είναι περίπου οι ίδιες, όλες τις εποχές.
Τώρα απλά με την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η έκθεση κι η προβολή είναι μεγαλύτερη. Βάλε- βάλε φωτογραφίες αρχίζεις και χαλάς λίγο από μέσα σου…»
Οι master’s και το πρωτάθλημα των βετεράνων
«Και τώρα ακόμη συμμετέχω σε αγώνες. Υπάρχουν εδώ και δέκα χρόνια περίπου, αγώνες για μεγάλους σε ηλικία master’s λέγονται για παλιούς κολυμβητές, για ανθρώπους που ξεκίνησαν στα τριάντα τριανταπέντε, είτε γιατί το αγαπούν, είτε για λόγους φυσικοθεραπείας, είτε και για λόγους ψυχικής ευεξίας.
«Μπήκαν στο λούκι» σιγά – σιγά, γίνονται παρέες, πάμε σε αγώνες, γίνεται και πρωτάθλημα μετά. Πρωτάθλημα βετεράνων κι έρχονται και παλιοί αθλητές και καινούργιοι που δεν ήταν παλιοί αθλητές! Όλο και περισσότερος κόσμος βρίσκεται στο νερό. Είναι η καλύτερη άσκηση γιατί δεν πιέζεται ο σκελετός πάρα πολύ, η σπονδυλική στήλη δεν πιέζεται με τους κραδασμούς, τα γόνατα δεν επιβαρύνονται. Το νερό είναι η φύση μας και μας αναζωογονεί».
Η ανάγκη ενός κολυμβητηρίου στη βόρεια Εύβοια
«Ο τόπος μας η βόρεια Εύβοια χρειάζεται ένα κολυμβητήριο. Τα παιδιά δεν μπορούν να κολυμπήσουν, ούτε σε μια πισίνα ξενοδοχείου!
Να μας δανείσουν λίγο το χώρο.
Κάναμε κάποια κίνηση πέρυσι τον Οκτώβριο για την πισίνα του ΕΟΤ, αλλά έκλεισε κι αυτός ο χώρος. Δυστυχώς οι προπονήσεις για τον ΝΟΔΩ, γίνονται στους Ωρεούς μόνο ένα με ενάμιση μήνα τον χρόνο και σε ένα χώρο που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή και καθαριότητα. Όλοι χαιρόμαστε με τα μετάλλια που φέρνουν τα παιδιά, αλλά αυτά δεν έρχονται εύκολα, ιδιαίτερα όταν προπονούνται κάτω από άσχημες συνθήκες.
Σαν κι εμάς στη θάλασσα προπονούνται και στο Αλιβέρι , στη Μήλο, στην Αταλάντη, στην Κάλυμνο. Υπάρχουν ομάδες που βιώνουν τις ίδιες συνθήκες θα μπορούσα να πω. Εμείς όμως είμαστε σε χειρότερες συνθήκες γιατί δεν έχουμε καλές εγκαταστάσεις. Στο Αλιβέρι, ας πούμε, έχει πλωτήρες που μπορούν τα παιδιά να κάνουν βουτιές!
Η θάλασσα έχει πιο πολύ άνωση, αλλά λόγω πυκνότητας του νερού κουράζεσαι λίγο πιο γρήγορα συγκριτικά με μια πισίνα. Στη πισίνα είναι πιο εύκολα γιατί έχει κάπου να ακουμπήσεις, να σταματήσεις. Στη θάλασσα αυτό δεν υπάρχει και δεν μπορείς να υπολογίσεις, ούτε πόσα μέτρα έχεις κάνει! Θα μπορούσε αν υπήρχε κολυμβητήριο να λειτουργήσει ακόμη και τμήμα ενηλίκων για κολύμπι, για άθληση, για φυσικοθεραπείες για ψυχική ευφορία. Βέβαια μπορεί να έχουμε την πολυτέλεια της θάλασσας αλλά δεν την αξιοποιούμε όλοι την ευκαιρία που μας προσφέρει η φύση.
Ναι αξίζει να χαιρόμαστε τη θάλασσα, όπως αξίζει ο τόπος μας να έχει ένα κολυμβητήριο για μικρούς και μεγάλους. Ο κόσμος προχωρά ας το κάνουμε κι εμείς».
Πάρη Ντελκή
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr