Home > Πολιτισμος - Κοινωνικα > Γιάννης Φαφούτης: 35 χρόνια πάθους πίσω από το φακό Ο λευκόλιθος κι οι άνθρωποί του σαν μια παλιά φωτογραφία

Γιάννης Φαφούτης: 35 χρόνια πάθους πίσω από το φακό Ο λευκόλιθος κι οι άνθρωποί του σαν μια παλιά φωτογραφία


There are no slides in this slider.



There are no slides in this slider.


«Η Λίμνη, γνωστός ναυτότοπος, ανήκε στο πάνθεον της εποχής του Μεσοπολέμου, πλούσια από ναυτικές ιστορίες και κινητικότητα. Ο κύριος οικονομικός κορμός της, ήταν πάντα -μέχρι την περίοδο που σταμάτησε να υφίσταται αυτή η μεγάλη εμπορική ναυτιλία που είχαμε- ήταν η ναυτοσύνη. Τα καράβια, τα ιστιοφόρα. Ήρθε και όμως και ο λευκόλιθος που έβαλε και αυτός το λιθαράκι του για να υπάρχει εργασία στην περιοχή. Τα μεταλλεία της ANGLO – GREEK δούλεψαν μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου του 1941. Μετά έκλεισαν. Ήρθε ο πόλεμος και δεν ξανάνοιξαν. Εκεί σταματάει και η ιστορία του βιβλίου μου», μας λέει ο Γιάννης Φαφούτης και συνεχίζει: «Εγώ θα σας παρουσιάσω συνοπτικά την ιστορία του λευκόλιθου στην περιοχή, πως ξεκίνησε και πότε ήταν η πρώτη παρουσία του μέχρι και την ημέρα του έκλεισε η εταιρεία, μαζί με φωτογραφικό υλικό της εποχής εκείνης».

Ο φωτογράφος Γιάννης Φαφούτης, παιδί του  Βαγγέλη και της Αικατερίνης άνοιξε τα μάτια του στις 5 Ιουλίου του 1953. Σήμερα μοιράζεται την ιστορία του μαζί μας και μας αποκαλύπτει κομμάτια της ζωής του συνυφασμένα με τον τόπο του και τη φωτογραφία:

«Ο παππούς μου ήρθε στη Λίμνη περίπου το 1900 και εργάστηκε στα μεταλλεία σαν έμπειρος λιγνιτωρύχος που ήταν. Έφτασε στη Λίμνη από την περιοχή του Βίταλου της Κύμης. Από εκεί ήταν η καταγωγή του και η γιαγιά μου ήταν από το Πήλι. Κάνανε εφτά, παιδιά αλλά το ένα πέθανε μικρό. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν και ο πατέρας μου, ο Βαγγέλης Φαφούτης.

Ο πατέρας μου ήταν ένας καλός ράφτης, εκεί στην Λίμνη. Την δουλειά την είχε μάθει στην Αθήνα σε ένα πολύ καλό ράφτη που ήταν θείος του. Όλες οι ναυτικές πόλεις τότε, όπως ήταν η Λίμνη, είχε ναυτόκοσμο. Είχε ανεβασμένο βοιωτικό επίπεδο και υπήρχε πάντα δουλειά. Τα παλιά ραφεία τότε είχαν μέσα υφάσματα κι ο πατέρας μου αυτά έραβε. Έκανε τα πάντα μόνος του. Δεν υπήρχε τότε το πατρόν. Είχε μάθει να κόβει με γεωμετρία και έτσι μαθαίναμε τότε όλοι.

Στο σπίτι μας όμως, πάντα είχαμε φωτογραφική μηχανή. Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός ερασιτέχνης φωτογράφος και από μικρός ασχολιόμουν και εγώ με τις φωτογραφίες. Σαν μαθητής ακόμη, έβγαζα φωτογραφίες στο σχολείο, αλλά η πρώτη δουλειά που έκανα ήταν η ραπτική. Γνωρίζω αυτή τη δουλειά τέλεια. Δούλευα στο ραφείο του πατέρα μου από τεσσάρων ετών, τότε που κουβαλούσα τα ρούχα στα σπίτια. Μετά όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, γιατί δεν πήγα στο Λύκειο, δούλευα στο ραφείο και στον στρατό ξανασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Όταν γύρισα πίσω πήγα σε μία σχολή φωτογραφίας στην Αθήνα και έκτοτε έμεινα μόνιμα στη Λίμνη.

Την είχα μέσα μου την φωτογραφία και ως μαθητής, αλλά και μετέπειτα όταν πήγα στο στρατό. Στην Λάρισα γνωρίστηκα θυμάμαι, με έναν μεγάλο φωτογράφο. Πήγαινα στο φωτογραφείο του και ασχολιόμουν σιγά – σιγά. Γυρίζοντας λοιπόν στη Λίμνη πήγα σε μία σχολή φωτογραφίας στην Αθήνα στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων και μόλις τελείωσα γύρισα πίσω και άνοιξα το μαγαζί μου το 1978. Αμέσως συνεργάστηκα με το «Πανευβοϊκό Βήμα» και εκεί ήμουν ανταποκριτής και φωτογράφος. Τριάντα πέντε  χρόνια φωτογραφικής δουλειάς έχω και ζω από αυτό το επάγγελμα.

Η φωτογραφία είναι εγκεφαλική δουλειά και απλά η μηχανή είναι το μέσον να καταγράψεις το θέμα. Παλαιότερα καταγραφόταν στο φιλμ, πολύ πιο μπροστά σε γυάλινες πλάκες και τώρα στην ψηφιακή τεχνολογία. Αυτό είναι εξέλιξη. Από εκεί και πέρα εξαρτάται από τις ικανότητες που έχει ο καθένας να μπορεί να καταγράψει αυτό που φαντάζεται. Αυτό που βλέπει μέσα στο αποθηκευτικό μέσο, που είναι η μηχανή. Η τεχνολογία προχωράει, η ψηφιακή δεν ήταν η ίδια όπως είναι σήμερα και αύριο θα είναι ακόμα καλύτερη. Κανείς δεν ξέρει στο μέλλον τι καινούργια μέσα θα βρεθούνε για να γίνεται η καταγραφή του φυσικού μας χώρου. Αυτή είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας, προχωράει όχι μόνο στον δικό μου τομέα αλλά σε όλους, αλλιώς θα ήμασταν ακόμα στις σπηλιές. Πιστεύω πως ένας φωτογράφος πρέπει να καταγράφει την ιστορία του τόπου του, είτε αυτά είναι ήθη και έθιμα, είτε παραδόσεις. Πρέπει να αφήνει μία παρακαταθήκη πίσω του, έτσι ώστε όταν έρθουν οι επόμενοι να τα χρησιμοποιήσουνε και αυτοί με τη σειρά τους να καταγράψουν την δική τους χρονική περίοδο. Να πηγαίνει από τον ένα στον άλλο.

Ο γιός μου ο Βαγγέλης έχει γεννηθεί μέσα στο φωτογραφία στην κυριολεξία. Τον έχω μαζί μου από οχτώ μηνών. Είναι πολύ καλύτερος από εμένα, όχι επειδή είναι γιος μου, αλλά οι δουλειές που έχει κάνει μέχρι σήμερα και έχουν δοθεί σε ειδικούς και σε φωτογραφικά περιοδικά, έχει πάρει πάρα πολύ καλές κριτικές. Είναι ένας φωτογράφος αφαιρετικός, θα έλεγα, μπορεί ένα θέμα που το βλέπει ο ίδιος, εμείς να μην το βλέπουμε.

Η αφορμή για  το βιβλίο «Οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Λευκολίθου της εταιρείας ANGLOGREEK στη θέση Κατούνια του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου» ξεκίνησε πριν 32 χρόνια. Θυμάμαι σαν να ‘ταν χτες, όταν είχα πάει να επισκεφτώ το χώρο σε αυτήν την εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα περίπου το 1885. Επισκέφτηκα έναν κύριο που είχε το σπίτι μέσα σε αυτό το χώρο της παλιάς εταιρείας, όπου σήμερα δεν υφίσταται τίποτα εκεί από τα παλιά κτίσματα, μόνο τα σπίτια του διευθυντικού προσωπικού. Πήγα να βρω το Φίλιππο Σέρατ  τον μεγάλο ελληνιστή συγγραφέα, γνωστό στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και όπως κατηφορίζαμε προς την παραλία μου λέει: «Γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο για την ιστορία της ANGLO – GREEK; Τότε το 1980 εγώ ήμουν 5 χρόνια φωτογράφος, ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι θα μπορέσω να γράψω ένα βιβλίο. «Δεν είναι δυνατόν», λέω «εγώ να το γράψω» και μου λέει  «μπορείς»!

Ήταν τότε που μου έφερε κάτι παλιές φωτογραφίες. Βρήκα και κάποιες άλλες. Ήταν το κίνητρο.

Από εκεί ξεκίνησα και μετά βρήκα μία παλιά φωτογραφία στο σπίτι μας. Την είχε τραβήξει ο πατέρας μου από την μεριά της θάλασσας. Μετά θυμήθηκα τον παππού που ήταν από τους μεταλλωρύχους εδώ και τον αδελφό του και όλους αυτούς και αποφάσισα να το κάνω το βιβλίο. Σιγά – σιγά άρχισα να μαζεύω υλικό. Για να μαζευτεί να ταξινομηθεί και να πάρει τη μορφή του βιβλίου, το υλικό αυτό πέρασαν τριανταδύο χρόνια. Το υλικό αυτό ήρθε από την Ελβετία, την Αγγλία, την Ιταλία από τα παλιά σπίτια των Λιμνιωτών που εργάστηκαν εκεί. Έψαξα στο ιστορικό αρχείο του Δήμου και τελικά σιγά – σιγά βγήκε αυτό το βιβλίο. Μέσα του έχω  ακόμη κι έναν κατάλογο. Πόσοι εργαζόμενοι δουλέψανε εκεί. μέσα από την βιβλιογραφία προκύπτει ότι εκείνη την περίοδο εργαζόντουσαν περίπου 1.200 άνθρωποι».

Πάρη Ντελκή

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



error: