Ένα καλοκαιρινό βράδυ στο φιλόξενο σπίτι του Μιχάλη και της Άννας Προίσκου, παρέα με τον Αντώνη Μπάρετ, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε, από πρώτο χέρι την ιστορία του εργοστάσιου του χαρτιού που για πάνω από 100 χρόνια σημάδεψε τη ζωή της περιοχής. Η γλαφυρή αφήγηση του Μιχάλη Προίσκου δημιουργεί εικόνες για μια εποχή που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε, αλλά με τον λόγο του, μας βάζει στο κλίμα εκείνων των καιρών. «Από τότε που γεννήθηκα το 1938, γνώρισα το εργοστάσιο αυτό. Ο πατέρας μου, ήρθε από την Μικρασία το 1922 στο Ν. Πύργο και από εκεί στις Ροβιές, λόγω του εργοστασίου. Τότε το χωριό ήταν μικρό και έγινε συνοικισμός με απαλλοτρίωση. Μαζί με μας, ήρθαν τότε περίπου 50 οικογένειες. Τότε το εργοστάσιο δούλευε με 153 εργάτες. Ήταν Γερμανικής τεχνολογίας και το έφτιαξαν εδώ, διότι είχε πολύ νερό». Στη διήγηση προσθέτει και τις δικές του πληροφορίες ο Αντώνης Μπάρετ.
«Το εργοστάσιο χαρτιού ξεκίνησε την λειτουργία του το 1900. Η κατασκευή του έγινε σε μέρος του τσιφλικιού μας και η δημιουργία του ήταν πρωτοβουλία της Μάνας του Στρατού. Μάλιστα έχω ακούσει ότι οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του εργοστασίου ήταν από τα ερείπια του λόφου του Αη-Λια. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές έγινε ένα τσουνάμι στις Ροβιές, την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε περίπου το 426 π.Χ. είχε βυθιστεί η αρχαία πόλη των Ροβιών και μετά το τσουνάμι, όσοι επέζησαν έφτιαξαν ένα οικισμό ψηλά, στον Προφήτη Ηλία πάνω από εβδομήντα μέτρα υψόμετρο.
Φτιάχτηκε από Γερμανική εταιρεία. Μαζί με το εργοστάσιο έφτιαξαν ένα υδαταύλακα μήκους περίπου 3 km ο όποιος έφερνε νερό από το χείμαρρο Γερανιά». Ο κυρ-Μιχάλης συμπληρώνει «ο μακαριστός Αντώνης Παπαδόπουλος, ο παππούς σου έδωσε την άδεια να περάσει μέσα από το κτήμα του και έφτιαξαν, ένα τσιμεντένιο αυλάκι, από τη θέση Δέση, κτιστό με πέτρες στη θέση Αη Λιάς που υπήρχε και υπάρχει ακόμη το κτίριο Φυλάκιο. Είχε σιδερένια σχάρα για να τραβάνε τα φύλλα οι άνθρωποι με τσουγκράνα και να μένει το καθαρό νερό».Ο Αν.Μπάρετ προσθέτει: «Αυτό το νερό εκτός από την χρήση του για την παραγωγή ενέργειας, το χρησιμοποιούσαν για να πλένουν και να καθαρίζουν το ξύλο, που το έκαναν εισαγωγή από το εξωτερικό. Φαίνονται ακόμη μέσα στο εργοστάσιο πέντε μύλοι, τεράστιοι, με διάμετρο περίπου 1,80, που τους χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία της κυταρίνης».
Ο κυρ- Μιχάλης συνεχίζει: «Το 1901 ήρθαν να σκάψουν και η μάνα του Στρατού, Άννα Παπαδοπούλου – Μελά, είπε και ήρθαν να κουβαλήσουν από εκείνα τα παλιά Ροβιάτικα σπίτια, την πέτρα και χτίσανε το εργοστάσιο σε οικόπεδο δικό της. Η σωλήνα η μαύρη που κατέβαινε κάτω έδινε την κίνηση για τη χρήση του νερού, αλλά και να κινεί τις ατμομηχανές. Είχε ένα κλειστό, με μία φτερωτή στρογγυλή και μέσα σε αυτή είχε κούπες για να χτυπάει το νερό εκεί και έτσι, έδινε την κίνηση. Είχε και ένα μεγάλο τροχό με ένα μεγάλο λουρί που συνδέονταν η πρώτη ατμομηχανή. Υπήρχε και το θερμαστήριο, που είχαν για να βγάζει τον ατμό. Επίσης φέρνανε κάρβουνο εγγλέζικο, από τον Πειραιά και το εσωτερικό από τον Άγιο Κωνσταντίνο και το Αλιβέρι, ήταν οι πρώτη ύλη για να δουλέψουν οι χαρτο-μηχανές. Επάνω στη θέση των πλυντηρίων υπήρχε ένας μεγάλος σιδερένιος βραστήρας που έριχναν διάφορα παλιά ρούχα από την Αθήνα και τα έβραζαν.
Η μυρωδιά τους έφτανε μέχρι τη Λίμνη. Αυτό ήταν πριν γεννηθώ εγώ. Με την πάροδο του χρόνου τα θερμαστήρια τα έφτιαξαν με μαζούτ. Σιγά-σιγά κατάργησαν τις ατμομηχανές και έφεραν πετρελαιομηχανές και μία γεννήτρια που έδινε το ρεύμα. Δούλευαν οι πετρελαιομηχανές και δίνανε ρεύμα στις Ροβιές, στη Χρόνια και τη Λίμνη. Οι πρώτες ύλες έρχονταν από τη Σουηδία. Υπήρχε η κυτταρίνη. Υλικό από το οποίο έφτιαχναν ένα συγκεκριμένο είδος χαρτιού, την περίφημη αδιάβροχη λαδόκολλα. Το 1938 πήρε βραβείο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για το καλύτερο χαρτί της Ελλάδας. Έβγαινε και σε διάφορα χρώματα. Κίτρινο, μπλε για σερπαντίνες, αδιάβροχο και χρωματιστό. Μετά το πήρε το εργοστάσιο ο Γιώργος Λαγουδάκης με τον αδελφό του Φαίδωνα και την αδελφή του Έλλη. Έκαναν τις πετρελαιομηχανές παλιοσίδερα και τα γύρισαν τα θερμαστήρια με ρεύμα και λειτουργούσαν πάλι με μαζούτ.
Τότε αναμιγνύαμε στην αρχή τα αμερικάνικα δέματα, που παραλαμβάναμε και ήταν αρχεία, με κυτταρίνη. Τηλέφωνο δεν υπήρχε. Ούτε ρεύμα, με τη σημερινή μορφή. Στο σπίτι είχαμε μια λάμπα, που ήταν ανοιχτή μέρα-νύχτα, γιατί δεν είχαμε διακόπτες. Πολλούς τους ενοχλούσε, γιατί δεν είχαν συνηθίσει το φως ακόμη και το βράδυ, στον ύπνο τους. Έτσι είχαν συνεννοηθεί ένα συνθηματικό. Όταν έσβηναν τα φώτα τρεις φορές, αυτό σήμαινε ότι υπάρχει άρρωστος στο χωριό. Στις Ροβιές υπήρχε μόνο ένας νοσοκόμος και ο γιατρός ερχόταν από την Λίμνη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Στη σκάλα στις Ροβιές, έρχονταν τα καΐκια από τον Πειραιά και έφερναν τις πρώτες ύλες το χαρτί και το κάρβουνο. Πήγαινε ο κόσμος με το βίτσι, τα τραινάκια και τις σιδερένιες σέσουλες και μέσα εκεί άδειαζαν και ζύγιζαν το κάρβουνο. Από εκεί με τη φοράδα το πήγαινε στις γραμμές το «μπατέρνανε» και πάλι από την αρχή. Μέχρι να τελειώσει το φορτίο. Έξω από το εργοστάσιο υπάρχει μέχρι και σήμερα το υπόγειο που το φύλαγαν μέχρι το 1960, που σταμάτησε το κάρβουνο και το γύρισαν στο μαζούτ.
Μετά κατάργησαν τα καζάνια και πήραν καινούργια με μαζούτ. Μια φορά που τελείωσε το κάρβουνο έφεραν ξύλα από το βουνό για να «ταΐσουν» το καζάνι και να δίνει τον ατμό, για να στεγνώσει το χαρτί. Όταν κάποτε ένα αντα
λλακτικό δεν δούλευε καλά, έγινε μια έκρηξη κι έριξε κάτι ντουβάρια μέσα στο εργοστάσιο αλλά ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα κανείς. Από τότε συνεχίζει μέχρι και το 2008 να παράγει χαρτί γκραφ για τα χαρτοκιβώτια, χασαπόχαρτα και λοιπά. Το 1991 – 1992 έγινε πυρκαγιά στην οποία κάηκαν πολλές πρώτες ύλες, το σπίτι και το γραφείο του διευθυντή. Όλα έγιναν ερείπια και η ζημιά που προκλήθηκε ήταν πραγματικά μεγάλη. Εκείνη την εποχή το να δουλεύεις σε ένα εργοστάσιο ήταν από τις καλύτερες δουλειές, που θα μπορούσε να έχει κάποιος στην περιοχή. Όταν ήσουν ελεύθερος, γινόσουν περιζήτητος γαμπρός γιατί ο μισθός του εργοστασίου ήταν σίγουρος κάθε μήνα. Από το 1970 και μετά μέχρι και το 2008 που έκλεισε γινόταν ανακύκλωση του χαρτιού. Σήμερα μόνο η καμινάδα φαίνεται αλλά δεν καπνίζει πια».
Απόσπασμα από το βιβλίο της Πάρη Ντελκή “Άνθρωποι και ιστορίες – Η βόρεια Εύβοια της καρδιάς μας”
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr