Ένα από τα τελευταία απογεύματα του Ιούλη, ο Δημήτρης Καραγιώργος, γνωστός και αγαπητός έμπορος της Ιστιαίας, μοιράστηκε μαζί μας την ιστορία της οικογένειάς του. Ένα κομμάτι της ανήκει για πάντα στην καρδιά του, κι ένα άλλο στην ιστορία της Ιστιαίας. Γιατί την ιστορία ενός τόπου την γράφουν οι απλοί άνθρωποι, που μοχθούν καθημερινά. Αυτοί που βάζουν το δικό τους λιθαράκι για να γυρίσει ο τροχός της καθημερινότητας. Αυτοί που, με την επινοητικότητά τους, στήριξαν την οικονομία μιας εποχής.
«Ο παππούς μου ο Γιώργος Καραγιώργος, γεννήθηκε το 1908 στον Προυσσό της Ευρυτανίας. Ήταν γιός του Νικόλαου και της Παναγιώτας. Από μικρό παιδί ήταν αριστούχος στα γράμματα. Μετά το Δημοτικό πήγε στο Σχολαρχείο. Σε ηλικία 16 χρονών, τον κάνανε δάσκαλο και τον στείλανε σε διάφορα χωριά της Λαμίας. Τότε το σύστημα εκπαίδευσης ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό και δάσκαλοι γίνονταν οι άριστοι μαθητές, χωρίς την υποχρέωση Πανεπιστημιακών ή άλλων σπουδών. Οι μαθητές, πολλές φορές, ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία από τον δάσκαλό τους.
Έτσι και με τον παππού μου…
Οι μαθητές του ήταν αυτοί που τον έμαθαν να καπνίζει και να στρίβει τσιγάρα. Το 1928, επί κυβερνήσεως Πάγκαλου, το καθεστώς κατήργησε τους δασκάλους «άνευ σπουδών» και έμεινε άνεργος. Κατέβηκε τότε στη Λαμία και έπιασε δουλειά σ’ ένα παλιό μάστορα, που ήταν υπάλληλος της εταιρείας Singer. Ακόμη και σήμερα έχω στα χέρια μου το 4ο μοντέλο της εταιρείας, το οποίο χρονολογείται από το 1861, δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή της, η οποία και παρήγαγε το πρώτο μοντέλο της γνωστής ραπτομηχανής το 1851.
Αρχές δεκαετίας του 1930, ο Γεώργιος Καραγιώργος μετατέθηκε στην Ιστιαία, ως υπάλληλος της εταιρείας Singer, μηχανικός ραπτομηχανών και γνωρίστηκε με τη Μαρία Δανιήλ. Η γιαγιά μου, ορμώμενη από την Αττάλεια της Μικράς Ασίας και γεννημένη το 1906, ήταν χήρα και είχε μετατεθεί στην Ιστιαία. Ήρθε με την κόρη της Καίτη, από την Χαλκίδα όπου ζούσε. Ήταν δασκάλα κεντήματος στις ραπτομηχανές Singer. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν με τον παππού και το 1933 ήρθαν «εις γάμου κοινωνίαν».
Παρέμειναν υπάλληλοι της Singer μέχρι να κηρυχθεί ο πόλεμος, στον οποίο πόλεμο ο παππούς επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο.
Έφτασε μέχρι Τρεμπεσίνα, Κορυτσά, Άγιους Σαράντα. Μετά το σπάσιμο του Μετώπου στο Ρούπελ, όπως μου είχε διηγηθεί, γύρισε από την Αλβανία πεζός, μαζί με τους άλλους Έλληνες εναπομείναντες ζωντανούς. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όπως μού έλεγε, «μας θέριζε η πείνα. Όταν φτάσαμε στην Καλαμπάκα, φάγαμε λάχανα βρασμένα και μας φάνηκαν λουκούμι. Τα είχαμε βράσει μέσα σε μεγάλα κουτιά από γράσο. Τα βρίσκαμε πεταμένα από τα τεθωρακισμένα των κατακτητών και τα χρησιμοποιούσαμε σαν κατσαρόλες».
Ακόμη σώζεται η χλαίνη και το παγούρι του από το στρατό.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έκανε πολλές δουλειές για να ζήσει την οικογένειά του. Η μοίρα του έδωσε ένα παιδί με ειδικές ανάγκες κι αυτός βράχος. Το κράτησε το κανάκεψε και το φρόντιζε πάντα. Μέσα απ’ τη μορφή του Νικολάκη, μιας χαρακτηριστικής και αγαπητής φιγούρας της παλιάς Ιστιαίας, αναδείχθηκε το μεγαλείο ψυχής μιας οικογένειας, που με αγάπη φρόντιζε όλα τα μέλη της. Καλλιεργούσαν πότε σιτάρι στο κάμπο, πότε κάνοντας τον γραμματέα σε διάφορα θελήματα, Άλλοτε σε υπηρεσίες, σε συνεταιρισμούς, όπου τον καλούσαν. Έπαιρνε την γραφομηχανή του, μια Smith premier μοντέλο του 1918, μία από τις λίγες γραφομηχανές που υπήρχαν εκείνη την εποχή και από τις αρχές του 1950, μέχρι και πρόσφατα, το 1990, τηρούσε αφιλοκερδώς τα καθήκοντα του Γραμματέα του Συλλόγου Αναπήρων και θυμάτων Πολέμου της Β. Εύβοιας. Σήμερα, ακολουθώντας τα χνάρια του, ο ανιψιός του Ευάγγελος Καλέμης συνεχίζει αφιλοκερδώς τη δράση αυτή. Η παλιά γραφομηχανή σώζεται μέχρι σήμερα στα χέρια μου.
Πάλι με τη Singer
Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, μετά και το αντάρτικο, η εταιρεία Singer επαναλειτούργησε και τόσο ο παππούς όσο και η γιαγιά ξαναπήραν τις παλιές τους θέσεις. Σε αυτήν την δουλειά προστέθηκε και η μητέρα μου Καίτη. Ο καθένας στο πόστο του, ο παππούς μηχανικός, η γιαγιά δασκάλα κεντήματος και η μητέρα μου βοηθός της γιαγιάς. Έφτιαχνε πλεκτά σε μία πλεκτομηχανή. Για να μπορέσει η Singer να προωθήσει τις πωλήσεις της, δημιουργούσε σχολές κεντήματος δωρεάν, στα διάφορα χωριά της επικράτειας της Β. Εύβοιας, στέλνοντας την οργανωμένη ομάδα των εκπαιδευτών.
Οι κοπέλες είχαν την υποχρέωση να αγοράσουν τη ραπτομηχανή, εφόσον πάνω σε αυτή θα μάθαιναν δωρεάν το χειρισμό της. Τότε ήταν η προίκα τους. Όλα αυτά τα χρόνια βγήκαν πολλές κοπέλες – μαθήτριες, που έφτιαχναν για τον εαυτό τους και για άλλους κοφτά, αζούρια, κεντήματα και είδη μοδιστρικής.
Οι σχολές του κεντήματος σταμάτησαν με το τέλος της δεκαετίας του 1960. Τότε ήταν που σταμάτησε και η χρηματοδότηση από την εταιρεία. Οι ηλεκτρικές μηχανές μπήκαν στη ζωή της νοικοκυράς και η πληθώρα σχεδίων γίνονταν οικεία και εύκολη για όλους, οπότε καταργήθηκαν οι σχολές.
Το 1963 η μητέρα μου γνωρίστηκε και παντρεύτηκε τον πατέρα μου, Κώστα Καραγιώργο, που τυχαία είχε το ίδιο επίθετο με τον παππού. Ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρολόγος από το Βόλο. Όταν αγάπησε την μητέρα μου και πήγε να τη ζητήσει, όπως μου έλεγαν χαριτολογώντας, ο παππούς είπε: «Αφού σε λένε Καραγιώργιο, χαλάλι σου».
Μετά το γάμο, πεθερός και γαμπρός, δούλευαν μαζί. Γυρνούσαν όλα τα χωριά με ένα παλιό Opel Olympia, το οποίο είχε φέρει ο Χρήστος ο Καραγιάννης με παραγγελία από τη Γερμανία. Με αυτό, «αλώνιζαν» τη Βόρεια Εύβοια. Ο παππούς έφτιαχνε ραπτομηχανές και ο πατέρας μου πουλούσε ραδιόφωνα, γραμμόφωνα και ψιλο- ηλεκτρικά. Μεταγενέστερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τοποθετούσε πια και κεραίες τηλεοράσεων.
Θυμάμαι, ότι κι εγώ μαζί τους πια, γύρω στο 1973 – 1974, με τον παππού και τον πατέρα μου πηγαίναμε π.χ. στα Γιάλτρα. Ο παππούς έπαιρνε την δερμάτινη τσάντα του και έκανε σέρβις σε ραπτομηχανές, που είχε πουλήσει προ 30 ετών. Ο πατέρας μου πουλούσε ραφιοφωνάκια, πικ απ και εγώ μαζί του -μικρό παιδάκι προσπαθούσα να βοηθήσω. Βάζαμε κεραίες και αν δεν έπιανε καλό σήμα θυμάμαι, μαζεύαμε την κεραία και παίρναμε πίσω και την τηλεόραση!
Τότε, είχαμε δύο κανάλια το Ε.Ι.Ρ.Τ. και το Υ.Ε.Ν.ΕΔ. Μετά από λίγα χρόνια, το 1976, ο παππούς συνταξιοδοτήθηκε. Οι ραπτομηχανές πέρασαν στον πατέρα μου και για λίγα χρόνια και σε μένα. Άλλαξε χέρια η εταιρεία και η γνωστή Singer, λόγω της παγκοσμιοποίησης, μεταφέρθηκε στην Κίνα.
Έφυγε πλήρης ημερών, διαγράφοντας το δικό του τόξο. Απεβίωσε στα χέρια της μητέρας μου και τα δικά μου, την Πρωτοχρονιά του 2003, σε ηλικία 95 ετών».
Πάρη Ντελκή
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr