του Σπύρου Ισόπουλου
Τα Σινασιτόπουλα εφοδιασμένα με τις πλούσιες γνώσεις που αποκτούσαν στο επτατάξιο Ελληνικό Αρρεναγωγείο της Σινασού και μάλιστα με τις γνώσεις της τελευταίας τάξεως, ξεκινούσαν για το ταξίδι της ζωής των.
Πάντα έπλαθαν ένα Όνειρο και στη σκέψη τους είχαν ένα Σκοπό, να επιτύχουν οικονομικά εκεί που θα πάνε και να γυρίσουν οριστικά στη πολυαγαπημένη τους Σινασό, γύρω στα 45 τους χρόνια και να ζήσουν εκεί την υπόλοιπη ζωή τους.
Απ’ αυτή τη σκέψη και από την ανθρώπινη τάση της διακρίσεως, η Σινασός αντιπροσώπευε, για τους ξενιτεμένους και επιτυχημένους Σινασίτες, ένα χώρο επιστροφής, αναφοράς και ταυτότητος. Από αυτή την τάση, έχουμε τη δημιουργία των αρχοντικών που θαυμάζουμε μέχρι και σήμερα, με υψηλή ποιότητα κατασκευής και διακόσμησης.
Έτσι, διαπιστώνεται μια εμφανής τάσης επιβλητικότητας των αρχοντικών και των Δημόσιων κτηρίων, τα οποία δανείζονται εικονογραφικά στοιχεία και αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες από εκκλησίες και μέγαρα της Πόλης. Τα διακοσμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε διάφορους τύπους προβόλων και η αρχιτεκτονική αντιμετώπιση της κυρίας εισόδου και της αυλόπορτας είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα της τάσης για επιβλητικότητα. Έτσι λοιπόν, ότι κτίσθηκε και δημιουργήθηκε στη Σινασό ήταν ένα είδος ανταμοιβής των Σινασιτών, για το τρόπο της ζωής των και το σύμβολο της καταξιωμένης κοινωνικής τους θέσεως.
Η ιστορική εξέλιξη των κατοικιών σ’ όλη τη Καππαδοκία, έτσι και στη Σινασό, είναι, κατ’ αρχή, οι τρωγλοδυτικές κατοικίες. Δηλαδή λάξευαν τους μαλακούς υπόγειους ή υπέργειους βράχους για να εξασφαλίσουν τη στέγαση και την προστασία τους. Στη Σινασό υπάρχουν αρκετές τέτοιες κατασκευές, οι λεγόμενες τρωγλοδυτικές με τρεις η τέσσερις ορόφους υπόγεια ή υπέργεια Στις μέρες μας ακόμα υπάρχει τέτοια κατασκευή που κατοικείται, στο δρόμο για τον Άγιο Νικόλαο.
Αργότερα με τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και των συνθηκών μαζί με τη σχετική ηρεμία άρχισαν να κτίζουν εξωτερικά σε επαφή με τις λαξευμένες κατοικίες, συμπληρωματικούς χώρους και έτσι έχουμε πλέον τις μικτές κατασκευές.
Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Παρισίων το 1856, με την οποία αναγνωρίζονται τα προνόμια των μειονοτήτων και των σχετικών ελευθεριών στη Σουλτανική Τουρκία, το περίφημο Χατι-ι-Χουμαγιούν και της οικονομικής ευρωστίας των Σινασιτών, παρατηρείται ανέγερση αρτίων και ολοκληρωμένων Αρχοντικών που τα περισσότερα διατηρούνται μέχρι και σήμερα.
Το κάθε ένα αρχοντικό είχε τη δική του διαφορετική αρχιτεκτονική όψη και αισθητική.
Περιγραφή αρχοντικών
Όλα τα αρχοντικά είχαν πολύ υψηλό μανδρότοιχο ύψους περίπου 2,5-3 μέτρων πάχους 60 εκ ως 100εκ. Με τον τρόπο αυτό, αφ’ ενός φρόντιζαν για την ασφάλειά τους και απόφευγαν τις ζηλόφθονες ματιές των αλλοθρήσκων περαστικών και αφ’ ετέρου για να προστατεύσουν το μεν χειμώνα το εσωτερικό των αυλών από το υπερβολικό κρύο που προερχόταν από τις συσσωρευμένες μεγάλες ποσότητες χιονιού που κάλυπταν τους δρόμους και το καλοκαίρι, αντίθετα, από τη πολλή ζέστη. Για τους ίδιους σχεδόν λόγους τα παράθυρα του ισογείου είναι λίγα, μακρόστενα και τοποθετούνται ψηλά. Κυρίως όμως παράθυρα κατασκευάζονται στους πάνω ορόφους.
Η αυλόπορτα είναι πάντα προσεγμένη και τονισμένη με διακοσμήσεις. Γύρω από την αυλή υπήρχε σκεπαστό περιστύλιο γύρω – γύρω και πέραν αυτού ο χώρος υποδοχής «το καλό κάμαρη» και το καθημερινό καθιστικό, όπου εκεί η νοικοκυρά προγραμμάτιζε και οργάνωνε τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι ή στα κτήματα. Οι αποθήκες όπου έβαζαν τα εργαλεία και στην μεγαλύτερη από αυτές, που την έλεγαν «Μεγασπίτ», τοποθετούσαν έπιπλα, μαγειρικά σκεύη, ρούχα δουλειάς και εργαλεία που δεν τα χρησιμοποιούσαν καθημερινά. Η αποθήκη με κελάρια και εσοχές στους τοίχους όπου η οικοδέσποινα αποθήκευε τρόφιμα και ποτά, που δεν χρειαζόντουσαν ειδικό τρόπο συντήρησης, όπως παστά, χαβιάρια, αυγοτάραχα, πετμέζια, μαρμελάδες, κλπ που έστελναν οι άντρες τους από τη Πόλη και τέλος στην αυλή υπήρχε το αποχωρητήριο, το κοτέτσι, φτιαγμένο να ακουμπά στο μανδρότοιχο όπου άνοιγαν μία τρύπα για να έχουν έξοδο τα πουλερικά και ο στάβλος, κατάλληλα διαρρυθμισμένος, όπου προφύλαγαν τα ζώα, αποθήκευαν τις ζωοτροφές και τα καύσιμα υλικά.
Σε πολλά πλούσια αρχοντικά στο ισόγειο υπήρχε και άλλος χώρος υποδοχής και φιλοξενίας με υπερυψωμένο δάπεδο από αυτό της αυλής, για τους επισκέπτες ή τους φιλοξενούμενους.
Ο πιο σημαντικός χώρος ήταν ο υπόγειος πατός, λαξευμένος βαθιά στο μαλακό βράχο, κάτω από την αυλή. Χώρος σκοτεινός, που αεριζόταν και φωτιζόταν από μια τρύπα ανοιγμένη στη οροφή του.
Εκεί αποθήκευαν το κρασί και διατηρούσαν τα φρούτα τους. Τα σταφύλια, τα κρέμαγαν σε κλαδιά αποξηραμένα, συνήθως από θάμνο κεχριού που είχε συμμετρικά και αντικριστά κλαδιά και τα οποία τα έχωναν για στήριξη στη άμμο, για να στεγνώσουν χωρίς να ακουμπάνε τα τσαμπιά μεταξύ τους και τις χειμερινές γιορτές τα έβαζαν μέσα στο κόκκινο κρασί, φούσκωναν και τα προσέφεραν, ιδίως στις «Βεγγέρες».
Τα μήλα και τα αχλάδια τα τοποθετούσαν πάνω σε ψιλή άμμο μέσα σε λαξευμένες φάτνες και έτσι μένανε νωπά όλο το χειμώνα, όπως και τα πεπόνια τυλιγμένα με άχυρα. Τα τυριά τα διατηρούσαν μέσα σε πήλινα δοχεία, «Τσικιά», τα οποία έκλειναν με ειδικά πανιά και τα έβαζαν ανεστραμμένα μέσα στη άμμο και ασφαλώς οτιδήποτε άλλο που έπρεπε να συντηρηθεί. Δηλαδή είχαν το φυσικό τους ψυγείο.
Και τέλος, στο ισόγειο ήταν υπερυψωμένο, το «χειμωνικό» δηλαδή το μαγειρείο. Μέσα σ’ αυτό και στο κέντρο του δαπέδου βρισκόταν το τουντούρ ή ταντούρ (tantir) που το συναντάμε σ’ όλη τη Καππαδοκία και γενικά σ’ όλη την Μέση Ανατολή. Ήταν η εστία ή ο φούρνος του σπιτιού αλλά και το μέσο της θέρμανσης μαζί με τα μαγκάλια ή αργότερα τις σόμπες.
Έσκαβαν βαθιά το βράχο στο δάπεδο του μαγειρείου και μέσα τοποθετούσαν ένα κεραμικό κύλινδρο ύψους ενός μέτρου περίπου με διάμετρο 60-80εκ και πάχος 2-3εκ. Γύρω-γύρω για μόνωση γέμιζαν τα κενά με ειδικές πέτρες και ορυκτό αλάτι. Στη άκρη του πυθμένα τοποθετούσαν μια πήλινη σωλήνα για να παίρνει αέρα η φωτιά από την αυλή. Εκεί μαγείρευαν ή κατόπιν προεργασίας έψηναν τα ψωμιά που τα κολλούσαν στα τοιχώματα του κυλίνδρου. Στη οροφή του μαγειρείου και στη θέση του ταντουριού υπήρχε τρύπα για τον εξαερισμό η λεγομένη «καπινή»
Όταν τελείωναν σκέπαζαν την εστία με μια επίπεδη πέτρα και παρέμενε η μόνιμη θέρμανση όλου του εικοσιτετράωρου.
Στους πάνω ορόφους οδηγούσε σκάλα που ξεκίναγε σχεδόν πάντα από την αυλή, πλάτους ενός μέτρου και που το κάθε σκαλοπάτι της ήταν μία μονοκόμματη πέτρα σκαλισμένη στα πλάγια, ενσωματωμένη στη μία άκρη της στο τοίχο. Στη άκρη της βρίσκεται καλοδουλεμένο σιδερένιο κάγκελο, για λόγους ασφαλείας.
Στο πάνω όροφο υπήρχαν οι επίσημοι χώροι υποδοχής με ζωγραφικές διακοσμήσεις και τοιχογραφίες, με μεγάλα υπνοδωμάτια, χώρους υποδοχής καλυμμένους με χαλιά και ανάλογα έπιπλα.
Επίσης βρίσκουμε ντουλάπες σ’ όλα τα υπνοδωμάτια από ατόφιο σκαλισμένο ξύλο και χαλιά να καλύπτουν το πάτωμα και τους τοίχους.
Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν ξύλινες στέγες με κεραμίδια αντί των θολωτών ή αψιδωτών ή ξύλινων κατασκευών, όπου γέμιζαν τις
ταράτσες με ένα παχύ στρώμα αργίλου και ηφαιστείου τόφου, επικλινή, συμπιεσμένο με ένα βαρύ κύλινδρο, τον «κυλιντήρα». Έτσι επιτύγχαναν να φεύγουν γρήγορα τα νερά της βροχής από τα ειδικά περίτεχνα λούκια και από την άλλη η στρώση αυτή να τους παρέχει μόνωση χειμώνα-καλοκαίρι. Ας σημειωθεί ότι το οθωμανικό καθεστώς απαγόρευε τη κατασκευή στέγης με κεραμίδια στα σπίτια των χριστιανών –για να υστερούν σε εμφάνιση από τα μουσουλμανικά – μέχρι το 1856 που προαναφέραμε.
Οι όψεις είναι πολύ προσεγμένες με αισθητική τελειότητα και άρτια κατασκευή. Χρησιμοποιούσαν τόξα, κόγχες και εσοχές. Λάξευαν μαιάνδρους, αχιβάδες, ρόδακες, σταυρούς, πουλιά και πολλά άλλα διακοσμητικά στοιχεία μεταξύ των οποίων ήταν και λέοντες, στοιχείο διακοσμητικό περσικής επιρροής.
Στα σημεία στήριξης του εξωτερικού τοίχου του πάνω ορόφου υπήρχαν πρόβολοι ή φουρούσια που τα λάξευαν σε διάφορα σχήματα έτσι ώστε να προσδίδουν μια ανάλαφρη αίσθηση στον όγκο της κατασκευής
Στα περισσότερα αρχοντικά βρίσκουμε ξύλινα ταβάνια με διακοσμήσεις ή ζωγραφικές παραστάσεις όπως και στα κοιλώματα των τοίχων εν είδη τουαλέτας της οικοδέσποινας (Μπουντουάρ) ή στους τοίχους από τη μυθολογία ή την ελληνική ύπαιθρο, από Σινασίτες ζωγράφους ή ξένους, φερμένους από την Πόλη.
Πάνω από τη κυρία είσοδο τοποθετούσαν το «βυζαντινό» φεγγίτη σε σχήμα κυκλικό ή ωοειδές και πρόσεχαν ιδιαίτερα την αυλόπορτα με περίτεχνες επιβλητικές διακοσμήσεις και λαξεύσεις.
Οι Σινασίτες αγαπούσαν την πρόοδο και τη δημιουργία.
Γαλουχημένοι με τα νάματα της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής παιδείας πρόκοψαν και μεγαλούργησαν στα βάθη της Ανατολής.
Άλλωστε, για αυτό το λόγο είχε αποκαλέσει τη Σινασό, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Καισαρείας Κλεόβουλος ( 1871-1876) «Αστήρ εν τω σκότει, όασις εν ερήμω, Αθήναι εν Μικρά Ασία » .
Βιβλιογραφία:
- Στοιχεία αντλήθηκαν από το πόνημα του Σινασίτη Αρχιτέκτονα-Μηχανικού κ. Στέλιου Ροΐδη
στο βιβλίο «Η ΣΙΝΑΣΟΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ» Εκδ 1986 «ΑΓΡΑ» National Trust for Greece- Ελληνική Εταιρεία-Σωματείο «Η Νεα Σινασός»
- Από ακούσματα και διηγήσεις πρώτης γενιάς Σινασιτών και επισκέψεις στη Σινασό της Καππαδοκίας. Η φωτογραφίες είναι προσωπικές ή του Σωματείου «Η ΝΕΑ ΣΙΝΑΣΟΣ»
- Από το βιβλίο « Η Σινασός που έσβησε» του Λαζ. Τακαδόπουλου επιμέλεια Στ. Ροϊδη- Μαρλεν Βαϊάννη εκδ 1982.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr