Το βράδυ αργά, ξεκόλλαγε τον εαυτό του από την καφετερία και βάδιζε, έτσι καμπουριασμένος σαν το καλαμάκι, για το σπίτι του, ένα παλαιό νεοκλασσικό αρχοντικό, κληρονομιά του ευπόρου πατρός του, με κρεμασμένα πατζούρια και τον κισσό να παρασιτεί σε όλο το εμβαδόν της πρόσοψης. Τα μόνα έπιπλα που δεν ήταν σκονισμένα: η λεκάνη και το κρεβάτι. Στο ένα απέρριπτε και στο άλλο ήταν το απόρριμα. Ανέβαινε τη εσωτερική σκάλα που έτριζε, ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι και τράβαγε κατευθείαν στο κρεβάτι και γινόταν ένα με τα μάλλινα σκεπάσματα, προίκα της προικισμένης μητρός του, χωρίς να βγάλει ρούχα και παπούτσια, κανείς δε βγάζει το δέρμα του για να κοιμηθεί. Κι οι περαστικοί και οι γειτόνοι άκουγαν τη νύχτα τη στιχομυθία που άφηνε να βγεί από το δωμάτιό του ένα σπασμένο τζαμι, κι ήταν σα να παραμιλούσε όλο το σπίτι στον ύπνο του, με δυό φωνές, τη δικιά του σαν ενήλικα και την δικιά του σαν παιδί, που κάνανε διάλογο:
–Μπαμπά μ’ αγαπάς;
-Ναι παιδί μου, κοιμήσου τώρα.
–Θα μου πάρεις αύριο μιά πορτοκαλάδα;
-Αν είσαι καλό παιδί και δεν κάνεις μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι.
–Θα είμαι Παναγίτσα Μπαμπα μου, στο υπόσχομαι.
-Άντε κοιμήσου τώρα.
–Καληνύχτα μπαμπακούλη.
Μετά έπεφτε εκείνη η επαρχιώτικη σιγαλιά, σημάδι ότι όλοι ονειρευόντουσαν. Έτσι ύπουλα έρχεται το όνειρο και καταλαγιάζει πάνω από τις σκέπες στα χωριά, σαν ομίχλη που τη σπάει μόνο το κωνικό φως του φανοστάτη, μοιάζοντας από πάνω σαν την άλκη στους ωκεανούς. Είν’ η ώρα που τα γαβγίσματα από τις μακρυνές γειτονιές αναγκάζουν τους χωρικούς μόνο να αλλάξουν πλευρό για να συνεχίσουν να ζουν τον ύπνο τους, ενώ ο ήχος από το τριζόνι κρατάει το ίσο σ’ αυτά τα παράξενα βαφτίσια της φύσης με τη λογική. Είναι η μόνη ώρα που ο άνθρωπός μας -γιατί ήρωας δεν είναι επ’ ουδενί κι ας αποτελεί κεντρικό πρόσωπο σε διήγημα- βλέπει. Η μάλλον ρίχνει μιά ματιά, με κλειστά τα μάτια, στα ίδια του τα όνειρα. Τα κοιτάζει σαν μέσα από μονοκυάλι, σαν μέσα από ένα σωλήνα. Σα να μη γεννήθηκε ποτέ, είναι ακόμα κλεισμένος μέσα στη μήτρα και παρακολουθεί τι συμβαίνει εκεί έξω, που είναι το μέσα του. Ένας γόνος μα ποτέ γε-γονός.
Μα εκείνη τη βραδυά κατά τις τρείς τα ξημερώματα, ένας ήχος επίμονος τον τσίγκλαγε αναγκάζοντάς τον να στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Σε κάποια στιγμή ήταν ανάσκελα, τα βλέφαρά του άνοιξαν αυτόματα και έτσι καρφωμένος όπως ήταν το αυτί του εστίασε σ’ αυτόν τον ενοχλητικό ήχο, που μέχρι πρίν νόμιζε ότι ερχότανε έξω από το σπίτι, αλλά τώρα σιγά-σιγά συνειδητοποιούσε ότι η πηγή του ήταν κάπου στο κάτω διαμέρισμα. Γούρλωσε τους βολβούς του, τόσο που κόντεψαν να πεταχτούν έξω από το κρανίο του, όταν κατάλαβε ότι κουδούνιζε το από ετών κομμένο τηλέφωνο, μιά μαύρη συσκευή, από την οποία η πιό πρόσφατη ανάμνησή του ήταν το βαμμένο νύχι από τον δείκτη της μητέρας του να γυρνά το περιστροφικό καντράν για να καλέσει κάποια φιλενάδα της για την πεντάωρη απογευματινή της κουβεντούλα. Δεν ήξερε καν που ήτανε και το κυριότερο δεν ήξερε καν πως να αντιδράσει σε μιά τέτοια πρόκληση.
Κάτω από την διαρκώς αυξανόμενη ένταση του κουδουνισμού, έψαξε τον φακό του στο κομοδίνο και μετά από λίγη σκέψη τον άναψε. Σηκώθηκε και ακολούθησε τρεμάμενος την παχιά δεσμίδα του φωτός που διαπερνούσε το σκοτάδι δείχνοντάς του τον προορισμό του, λές και ήξερε ακριβώς που να τον οδηγήσει, λές και φώς και ήχος είχαν στήσει διάλογο αναμεταξύ τους σαν παλιοί γνώριμοι. Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα και πήγε στο σαλόνι. Εκεί το φώς κοντοστάθηκε, έφεξε σπασμωδικά λίγο εδώ-λίγο εκεί και μετά καρφώθηκε με σιγουριά στα πόδια της πολυθρόνας, ενώ τα δικά του πόδια είχαν καρφωθεί στο πάτωμα. Μα ναί, ήταν εκεί και χτυπούσε. Μα πως, αδύνατον, δεν μπορούσε να κουνηθεί ώσπου ένιωσε έτσι όπως ήταν ακινητοποιημένος να συμπιέζεται η απόστασή του από το τηλέφωνο και να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον. Είχαν σπάσει τ’ αυτιά του από το “ντρίν-ντρίν” και εντελώς παρορμητικά απλώνει το χέρι και φέρνει το ακουστικό σε κάποια απόσταση από το αυτί του, φοβούμενος μη βγεί κάτι από μέσα και τον αρπάξει. Χωρίς να βγάλει τσιμουδιά άκουγε τα παράσιτα της γραμμής που κάλυπταν μιά ομιλία:
–Μπαμπακούλη! Θα μου πάρεις πορτοκαλάδα; Δεν θα κάνω ζαβολιές με το καλαμάκι…
[Συνεχίζεται…]
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr