Αθηνά Στακιά – Κοσικαρίδη
Εκείνη τη μέρα του τελευταίου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου 1928 θυμήθηκε την ετυμολογία της λέξης «άγαλμα» και γέλασε.
«Καθετί που σού προκαλεί αγαλλίαση και χαρά».
Εκείνο το άγαλμα του είχε προκαλέσει προβλήματα, πολλά προβλήματα εκείνον τον Σεπτέμβρη. Μόλις είχε αρχίσει να υποχωρεί ο δάγκειος πυρετός, μια μάστιγα για τις μεγαλουπόλεις και κυρίως την Αθήνα που οφειλόταν σε ένα είδος κουνουπιού. Κόσμος και κοσμάκης είχε υποκύψει από αυτό το κουνούπι και οι βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον Αύγουστο συνετέλεσαν στην διάδοση του ιού στην επαρχία με τους ετεροδημότες. Ξαφνικά όμως το καλοκαίρι εξαφανίστηκε το κουνούπι μαζί με τον ιό. (Τι μας θυμίζει άραγε!)
Ο Χρήστος ήταν έφορος Αρχαιοτήτων στην Χαλκίδα, νέος στην ηλικία αλλά πολύ προσεκτικός στη δουλειά του, θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για την πολιτιστική κληρονομιά. Καταγόταν από επαρχιακή πόλη και είχε κάνει «δυνατές» σπουδές στο εσωτερικό και εξωτερικό. Υπουργείο Πολιτισμού τότε δε υπήρχε. Η υπηρεσία του υπαγόταν στο Υπουργείο Παιδείας.
Το 1928 η Ελλάδα ήταν ένα πάμφτωχο κράτος με πολλές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυσκολίες. Λίγα χρόνια πριν είχε γίνει η Μικρασιατική Καταστροφή και το προσφυγικό ήταν το φλέγον ζήτημα. Τον προηγούμενο μήνα ο Βενιζέλος είχε νικήσει στις εκλογές και ξαναήρθε στο πολιτικό προσκήνιο. Ο λαός είχε μεγάλες προσδοκίες από αυτή την Κυβέρνηση.
Εκείνες τις μέρες ο Χρήστος έλαβε επείγον σήμα από την υπηρεσία του να σπεύσει στο παραθαλάσσιο Αρτεμίσιο, όπου είχε βρεθεί κάποιο άγαλμα μέσα στη θάλασσα. Πριν δύο χρόνια ο ίδιος είχε παραλάβει ένα χέρι από ένα άγαλμα, το οποίο είχαν ανασύρει από τον ίδιο θαλάσσιο χώρο. Τότε είχε γνωρίσει τον χωροφύλακα, Στέφανο, από το Ξηροχώρι. Ήταν ένας νέος άνθρωπος οικογενειάρχης με μπέσα. Είχε ηθικούς φραγμούς και μέτρο του ήταν η δικαιοσύνη παρότι ήταν ενδεής.
Ο χωροφύλακας τον περίμενε πρωί – πρωί στο τέρμα του λεωφορείου για να του δώσει αναφορά. Το τι είχε συμβεί ήταν κάτι που το υπέθετε: Μια ομάδα αρχαιοκάπηλων καλά εξοπλισμένη έκανε για μήνες προσπάθεια να ανασύρει ένα μεγάλο άγαλμα από τον θαλάσσιο χώρο του Αρτεμισίου. Είχαν σκάφανδρο, βενζινάκατο και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ένας ψαράς τους παρακολουθούσε για αρκετές μέρες και τελικά πήγε και πληροφόρησε τον χωροφύλακα για τις κινήσεις των αρχαιοκάπηλων. Η χωροφυλακή παρακάλεσε τους ψαράδες και τους σφουγγαράδες να συνδράμουν γιατί δεν υπήρχαν κονδύλια που θα έρχονταν εγκαίρως από το Υπουργείο. Το Υπουργείο Παιδείας είχε ζητήσει από το Υπουργείο Ναυτιλίας να παρέχει όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για ανάσυρση και άλλων πιθανών αρχαίων θησαυρών από τον πυθμένα της θάλασσας αλλά η απάντηση αργούσε να έρθει.
Ήταν συγκινητική η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των ψαράδων και των σφουγγαράδων σε εκείνο το φτωχικό ψαροχώρι. Έπλευσαν με τις αρχές, περίπου 600 μέτρα από την ακτή, στο σημείο όπου προσπαθούσαν οι αρχαιοκάπηλοι να ανασύρουν το άγαλμα, καΐκια μικρά και μεγάλα, τράτες και σκούνες, ακόμα και ορφανά παιδάρια αμούστακα πήραν τις βάρκες τους και με κουπιά προσέγγισαν το σημείο.
Οι αρχαιοκάπηλοι φοβήθηκαν και έσπευσαν να ξεφύγουν στην Σκιάθο. Οι πιο γερές σκούνες τους κατεδίωξαν προς το γειτονικό νησί.
Τότε οι ψαράδες βοήθησαν με σχοινιά να ανασύρουν από 42 μέτρα βάθος, το χάλκινο άγαλμα το οποίο ήταν ογκώδες, μέσα σε ένα τεράστιο ξύλινο κιβώτιο. Όλοι οι ντόπιοι- αγρότες, ψαράδες, σφουγγαράδες, παιδιά του σχολείου, γυναίκες κάθε ηλικίας – είχαν μαζευτεί στο λιμανάκι του χωριού και περίμεναν χωρίς να μιλούν με προεξάρχοντα τον πρόεδρο της Κοινότητας.
Για χρόνια υπήρχε η φήμη στο Αρτεμίσιο ότι στα ανοιχτά υπήρχε ένα αρχαίο ναυάγιο πλοίου του 2ου ή 1ου αιώνα π.Χ. που κουβαλούσε αυτό το άγαλμα μαζί με αμφορείς και άλλα αγάλματα, ερχόταν ίσως από την Σάμο και κατευθυνόταν με λεία για την Ιταλία. Όπως φαίνεται ήταν μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας της αρχαιότητας! Αλλά όλα αυτά ήταν φήμες, παραδόσεις και όχι κάτι ιστορικά επιβεβαιωμένο.
Όταν το μετέφεραν στη στεριά το πλήθος υποχώρησε με σεβασμό, οι δύτες άφησαν κάτω με προσοχή το κιβώτιο και το άνοιξαν να το δει ο κόσμος. Όλοι έσκυψαν και περιεργάζονταν το ήρεμο μεγαλείο που ανέδιδε η έκφραση του αγάλματος που αποτύπωνε την αντίληψη που είχαν οι πρόγονοί τους για τους θεούς τους.
Το άγαλμα, έργο χυτό, από τα ωραιότερα χάλκινα αγάλματα της κλασικής περιόδου, ύψους περίπου 2 μέτρων, είχε επιβλητική στάση με το αριστερό του πόδι να έχει κίνηση προς τα μπρος. Η αυστηρότητα της μορφής του, η έντονη κίνηση με τον ευρύ διασκελισμό απέδιδε με επιτυχία τα ανατομικά χαρακτηριστικά. Το πρόσωπο είχε μακριά μαλλιά με πλούσια γενειάδα. Τα μάτια του ήταν ένθετα και δυστυχώς έλειπαν, δεν τα βρήκαν οι δύτες κοντά στο άγαλμα. Το αριστερό χέρι φαινόταν προτεταμένο και μάλλον ο θεός κρατούσε κεραυνό ή τρίαινα.
Το άγαλμα αυτό αργότερα παρουσιάστηκε από τους αρχαιολόγους ως ένα έξοχο δείγμα αυστηρού ρυθμού αρχαίας πλαστικής και θύμιζε έργα του γνωστού στην αρχαιότητα γλύπτη, Κάλαμι. Όμως κανείς ειδήμων δεν μπόρεσε να καταλήξει αν ήταν ο Δίας με τον κεραυνό ή ο ενοσείχθων Ποσειδώνας με την τρίαινα. Αργότερα δημοσιογράφος από εφημερίδα εποχής σημείωνε στο ρεπορτάζ του, βασιζόμενος στα λεγόμενα του προέδρου της Κοινότητας : «Το ειρημένον άγαλμα είναι κοίλον εσωτερικώς… παριστά πωγωνοφόρον άνδρα στρέφοντα ελαφρώς την κεφαλήν του προς τα αριστερά πατώντα επί αμφοτέρων των πελμάτων , με τον αριστερόν πόδα προτεταμένον προς τα αριστερά . Οι βραχίονες αυτού ελλείπουσιν από τον ώμον (ο μεν δεξιός κατεσχέθη παρ ημών , είναι κεκλιμένος κατά τον αγκώνα και φαίνεται ότι εκράτει εν τη κοίλη αυτού πυγμή, πιθανώς τρίαιναν, ο δε έτερος ευρίσκεται κατατεθειμένος εν τω Εθνικώ Μουσείω, παραδοθείς παρά των ανελκυσάντων αυτών αλιέων). Η κεφαλή του αγάλματος φέρει διάδημα εν σχήματι πλεξούδας, έχει δε αρχαϊκήν κόμμωσιν .
Εν ολίγοις φαίνεται ότι είναι άγαλμα του θεού Ποσειδώνος, αρίστης τέχνης, εφάμιλλον του οποίου το έθνος ημών εστερείτο»
Ο κόσμος καθόταν δίπλα στο άγαλμα για ώρες. Οι αρχές επιδίδονταν στα διαδικαστικά πρωτόκολλα παράδοσης και παραλαβής και το άγαλμα κείτονταν κάτω μέσα στο τεράστιο κιβώτιο.
Ο χωροφύλακας, ο Στέφανος κάλεσε τον κόσμο να διαλυθεί αλλά το πλήθος περίμενε σιωπηλό, φύλακας του αγάλματος που βρέθηκε στη θάλασσά τους.
Εν τω μεταξύ εκκρεμούσε το θέμα της μεταφοράς του στην Αθήνα. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθεί ένα τόσο σημαντικό εύρημα στο λιμάνι των Ωρεών και από εκεί με πλοίο στον Πειραιά για να παραδοθεί στην Αθήνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο όπου θα «συναντούσε» το χέρι του που είχε βρεθεί στην ίδια θάλασσα δύο χρόνια πριν.
Ο χωροφύλακας ο Στέφανος παρακάλεσε τον γαμπρό του να μεταφέρει με το κάρο του το πολύτιμο έργο. Ο γαμπρός του άφησε τον τρύγο στη μέση και έσπευσε να συνδράμει . Οι ντόπιοι θεωρούσαν δική τους υπόθεση την ασφαλή παράδοση του αγάλματος στον ασφαλή χώρο του Μουσείου και ήθελαν οι ίδιοι να το αναλάβουν. Σε φωτογραφία της εποχής φαίνεται το άγαλμα τυλιγμένο σε «οθόνια» και οι χωρικοί να το συνοδεύουν μέχρι το Ξηροχώρι που τοποθετήθηκε στο Γυμνάσιο, όπου ήταν το Μουσείο της πόλης.
Αρκετά χρόνια μετά, το 1941, οι αρχαιολόγοι για να αποφύγουν την αρχαιοκαπηλία των Γερμανών κατακτητών το ξανατύλιξαν με «οθόνια» στα υπόγεια του Αρχαιολογικού Μουσείου για να διασωθεί για μια ακόμα φορά η πολιτιστική μας κληρονομιά.
Ο Χρήστος και η αρχαιολόγος σύζυγός του ήταν στην επιτροπή που είχαν αναλάβει την προστασία των αγαλμάτων από τους κατακτητές καταβάλλοντας μαζί με άλλους αρχαιολόγους και εφόρους αρχαιοτήτων υπεράνθρωπες προσπάθειες να προλάβουν να τα ασφαλίσουν πριν τα απαιτήσουν ή τα καταστρέψουν οι Γερμανοί.
Πολύς κόσμος από το ψαροχώρι συνόδευσε το άγαλμα στο Ξηροχώρι. Οι Ξηροχωρίτες που δεν είχαν σε εκτίμηση τους χωριανούς ψαράδες ενοχλήθηκαν από την ζέση τους για το άγαλμα και όπως αναφέρει ο Τύπος της εποχής πήραν τηλέφωνο στο Υπουργείο Παιδείας και κατηγόρησαν τους διασώστες του αγάλματος για αρχαιοκαπηλία. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα από στόμα σε στόμα, όσο το άγαλμα ήταν στο Γυμνάσιο, και ταραχές ανάμεσα στις δύο περιοχές άρχισαν. Κόσμος από το ψαροχώρι μαζεύτηκε έξω από το Γυμνάσιο .
Ο χωροφύλακας, ο Στέφανος, προσπάθησε να ηρεμήσει τα πλήθη. Ο Χρήστος παρακολουθούσε την σκηνή με αγωνία, ένταση υπήρχε παντού εκτός από το πρόσωπο του αγάλματος. Οι ψαράδες και οι σφουγγαράδες ήταν γεμάτοι παράπονα, οι Ξηροχωρίτες ήθελαν να πάρουν τη δόξα από την εύρεση του αγάλματος, επειδή το φιλοξενούσαν για λίγο στην πόλη τους, πριν μεταφερθεί στην Αθήνα. Απόδειξη τούτου τίτλοι του τότε Τύπου όπως «Χωρικοί ερίζουν δια την δόξαν του ανευρεθέντος αγάλματος», «η έρις των χωρικών» με αντίστοιχα ρεπορτάζ της εποχής «απειλείται σύρραξις των κατοίκων των χωρίων Ξηροχωρίου και Αρτεμισίου διεκδικούντων την δόξαν της ανευρέσεως του αγάλματος του Ποσειδώνος».
Ο χωροφύλακας τούς μίλησε απλά και καθαρά για την ειρήνη που έπρεπε να υπάρχει στην περιοχή, τους επαίνεσε για την ζέση τους και την προστασία που παρείχαν στο άγαλμα και τους κάλεσε να φερθούν πολιτισμένα κοιτώντας ξανά το άγαλμα, το αγλάισμα. Ο Χρήστος άκουγε σιωπηλός τα απλά λόγια του ντόπιου χωροφύλακα και ρίγη συγκίνησης τον κατέκλυσαν .
Οι χωρικοί σώπασαν και πλησίασαν το άγαλμα κοιτώντας το. Αφού σιγουρεύτηκαν ότι χωροφύλακες αγρυπνούσαν δίπλα του έφυγαν ειρηνικά γυρνώντας στο ψαροχώρι. Λίγες μέρες μετά το άγαλμα φορτώθηκε στο πλοίο και αργότερα κόσμος πολύς με πλήθος δημοσιογράφων και παρουσία Υπουργών της Νέας Κυβέρνησης του Κόμματος των Φιλελευθέρων το υποδέχτηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο . Φωτογραφίες, εκτενή ρεπορτάζ στον ελληνικό και διεθνή Τύπο εκείνης της εποχής έφεραν στο φως κάθε λεπτομέρεια για αυτό το άγαλμα.
Σήμερα ο Θεός του Αρτεμισίου θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς θησαυρούς του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Γραμματόσημα τυπώθηκαν με αυτόν τον θεό, φωτογραφίες του σε διεθνή και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά, σχολικά εγχειρίδια σε όλον τον κόσμο με τον θεό του Αρτεμισίου. Αυτό είναι το όνομα του περίφημου αγάλματος , το τοπωνύμιο ενός φτωχικού ψαροχωρίου όπου οι κάτοικοί του φρόντισαν να μην κλαπεί το άγαλμα, το αγλάισμά τους.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr