Όταν ο Δημοσθένης Βαλκανιώτης μας επισκέφθηκε στο γραφείο μας, λες και έσερνε πίσω του -κουβάρι αξεδιάλυτο και γλυκό- τις αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια. Όταν ξεκίνησε όμως, μας διηγήθηκε μια σκληρή ιστορία. Την ιστορία της ζωής του.
«Γεννήθηκα στο Βαλκάνο Τρικάλων, το Νοέμβριο του 1926. Ήμασταν επτά αδέλφια, δύο αγόρια και πέντε κορίτσια. Τότε, όταν ήμουν παιδί, υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Δεν υπήρχε ψωμί, δεν υπήρχε τίποτε. Λόγω της καταστάσεως έφυγα από το χωριό μου πολύ νωρίς.
Από το Δημοτικό, παιδί ακόμη, κατέβηκα στο κάμπο της Θεσσαλίας, στα Φάρσαλα και βρήκα δουλειά στα κοπάδια. Φυλάγαμε πρόβατα. Τα προσέχαμε να μην χαθούνε, τα αρμέγαμε και όλα αυτά για το καθημερινό μας φαΐ. Χωρίς παπούτσια ήμασταν. Μεγάλη ταλαιπωρία. Περιπλανηθήκαμε εκείνη την εποχή με κάποιον ξάδελφο μου στα γύρω χωριά. Πότε από εδώ, πότε από εκεί. Στο πατρικό σπίτι ζήτημα ήταν να γυρίσουμε, το πολύ για καμία δεκαριά μέρες. Όταν όμως ήρθε η Κατοχή ξαναγυρίσαμε και μείναμε στο χωριό μας. Τότε ήταν που χάσαμε δύο αδελφές μας, απ’ τη κακουχία και τη φτώχεια.
Το 1948 το αποφάσισα και τηλεφώνησα στον μπάρμπα μου το Σχορετσανίτη. Είχα μάθει ότι στην Ιστιαία ήταν καλά και ήθελα να έρθω. Δεν είχα όμως τον τρόπο ούτε και τα χρήματα για το ταξίδι. Σκέφτηκα ότι στα Τρίκαλα είχα ένα μπάρμπα. Ήταν ζωέμπορας. «Θέλω να πάω στην Ιστιαία», του είπα, «αλλά δεν έχω τη δυνατότητα». Με βοήθησε.
Εκείνος τότε έκανε και μεταφορές των ζώων. Μπήκα κι εγώ στο φορτηγό με τα γίδια. Ο δρόμος ήταν παλιός, όπως και το φορτηγό. Σε μια στιγμή κοπήκανε τα φρένα και για να μην το ρίξει ο οδηγός του στο γκρεμό, γύρισε το τιμόνι και το έριξε στο βράχο. Εκείνη τη βραδιά σκοτώθηκαν πολλά ζώα.
Ευτυχώς εγώ έζησα. Όταν ήρθε πήρε τα υπόλοιπα ζωντανά, πρόβατα και γίδια. Εμένα με πήγαν στην Αθήνα στο ΚΤΕΛ και ο θείος μου με έστειλε στην Ιστιαία. Ο άλλος θείος μου, ο Χρήστος Σχορετσανίτης με τη γυναίκα του τη Γιασεμή, με περιέθαλψε. Ήμουν πολύ φιλάσθενος. Ξεπέρασα το μελιταίο πυρετό που έπαθα από άβραστο γάλα. Τότε κοιτάγαμε να ζήσουμε. Με περιποιήθηκαν πολύ.
Δούλεψα δέκα χρόνια στον μπάρμπα μου τον Χρήστο και τον Κώστα. Ήρθε και ο Περιστέρας από την Αθήνα. Μέχρι το 1958. Μετά χωρίσανε και τα αδέλφια και εγώ αποφάσισα να ανοίξω το δικό μου μαγαζί.
Το μαγαζί του Μήτσα, το οποίο ήταν μπακάλικο και μου το έδωσε. Ήθελε τότε θυμάμαι αέρα 20.000 δραχμές. Δεν τα είχα να του τα δώσω. Με βοήθησε πολύ θυμάμαι με τα υλικά, μου έδινε απ’ το μπακάλικο ζάχαρη, κουβερτούρες, ό,τι χρειαζόμουν.
Το μαγαζί εκείνο ήταν παλιό. Είχε ένα ξύλινο τρύπιο πάτωμα και μπαίνανε μέσα τα τακούνια των γυναικών, όταν προχωρούσαν. Έκλεινα τις τρύπες και έβαζα κομμένα κομμάτια από τενεκέδες. Από έξω ήταν χτισμένο με πλίθες και εγώ το ασβέστωσα. Το καθάρισα. Βρήκα και κάτι παλιά έπιπλα και το ‘φτιαξα το μαγαζί!
Ο Μήτσας ποτέ δεν πήρε τα λεφτά του αέρα. Ήταν ευχαριστημένος μαζί μου. Χαιρόταν που πήγαινα καλά. Πέρασαν δύο χρόνια και φτάσαμε στο 1960. Τότε έφερα την αδελφή μου την Ερμιόνη να με βοηθά στο μαγαζί και ήρθε ο αδελφός μου ο Μιχάλης, ο οποίος ασχολήθηκε στα λανάρια με τον Τσαρούχα.
ω και για ένα χρόνο δεν πλήρωνα ενοίκιο. Μέχρι σήμερα όμως πληρώνω κανονικά. Η δουλειά αυγάτισε πολύ και δεν προλαβαίναμε να εξυπηρετήσουμε τον κόσμο.
Το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά. Με βοήθησαν κάποιοι. Ακόμη δεν θα ξεχάσω έναν Καρδιτσιώτη της Εφορίας, Ζωγράφος τ’ όνομά του κι έναν από τη Λαμία, Μπαϊρακτάρη της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Εκείνη την εποχή μου κάνανε συνέχεια ελέγχους. Πέρασαν τρία χρόνια και παντρεύτηκα την Μαρία Γεωργίου. Κάναμε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Η γυναίκα μου με βοήθησε πάρα πολύ. Αγοράσαμε ένα οικόπεδο έφτιαξα το πρώτο σπίτι και στη συνέχεια έβγαλα άδεια και έκτισα από την αρχή το μαγαζί. Το μαγαζί που σήμερα έχει ο γιός μου ο Γιώργος. Αυτό το οίκημα είναι της Εκκλησίας. Μου επέτρεψαν να το φτιάξ
Μετά το …σινεάκ
Πολλοί, από τους παλιούς Ξηροχωρίτες και όχι μόνο, είναι αυτοί που αναρωτιούνται, ακόμη μέχρι και σήμερα ποια ήταν η συνταγή για το Royal το «ποτήρι» με το παντεσπάνι και την κρέμα. Αυτό με την μαρμελάδα και τη σαντιγί, το τριμμένο αμύγδαλο και πάνω – πάνω το κερασάκι που έφτιαχνε κάποτε ο Δημοσθένης Βαλκανιώτης.
Θυμούνται με νοσταλγία, τις λουκουμάδες, τα κοκ και τα προφιτερόλ της Κυριακής μετά το σινεάκ.
Άλλοι τον έχουν συνδέσει με την Κοίμηση. Το μαγαζί του δίπλα απ΄ την εκκλησία πάντα, ακόμη και μέχρι σήμερα, δεν άλλαξε ποτέ την έδρα του.
Κι ενώ τα χρόνια περνούν οι γλυκές αναμνήσεις που μας χάρισε με το ζαχαροπλαστικό του ταλέντο μας ακολουθούν.
Είναι κι αυτές ένα μικρό κομμάτι της τοπικής μας ιστορίας. Ένας απ’ αυτούς, που σημάδεψαν με το μεράκι και τον ιδρώτα τους την πορεία του τόπου μας.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Π.Ντελκή “Άνθρωποι και ιστορίες – Η βόρεια Εύβοια της καρδιάς μας”
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr