Στο περίφημο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», ο μεγάλος «σοβιετικός» συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν περιγράφει μια σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια από τις συνοικίες της Μόσχας, το 1937: Ο τοπικός γραμματέας του κόμματος ζήτησε από τους παρευρισκόμενους, πριν κλείσει τη συνεδρίαση, να χειροκροτήσουν τον σύντροφο Στάλιν. Για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον «μεγάλο αρχηγό».

Σε μια περίοδο που είχαν ξεκινήσει οι «εκκαθαρίσεις» στη Μόσχα από τον Στάλιν, δεν ήθελε και πολύ να σηκωθούν αμέσως όρθιοι όλοι οι παρευρισκόμενοι και άρχισαν να χειροκροτούν τον ηγέτη του κόμματος και της ΕΣΣΔ.

«Πέρασε ένα λεπτό και το ενθουσιώδες χειροκρότημα συνεχίστηκε», γράφει ο Σολζενίτσιν. «Πέρασαν δύο λεπτά, πέρασαν τρία. Οι παριστάμενοι χειροκροτούσαν  χωρίς διακοπή. Τα χέρια αρχίζουν να αισθάνονται κούραση και σιγά σιγά να μην μπορούν να ανταποκριθούν. Αλλά σε εκείνη την τοπική κομματική συνεδρίαση, κανείς δεν ήθελε να είναι ο πρώτος που θα σταματήσει να χειροκροτεί. Έτσι πέρασαν τέσσερα, πέντε λεπτά. Το φυσιολογικό ήταν ότι ο ίδιος ο τοπικός γραμματέας του κόμματος, θα έπρεπε να δώσει το σύνθημα να σταματήσει το χειροκρότημα. Άλλωστε ήταν αυτός που είχε ζητήσει να αποδοθεί αυτός ο φόρος τιμής στον Στάλιν.

Αλλά ο καημένος ο σύντροφος είχε μόλις αναλάβει το αξίωμά του, αντικαθιστώντας τον  προηγούμενο γραμματέα, που είχε συλληφθεί από την αστυνομία ως πράκτορας του ταξικού εχθρού. Πού να τολμήσει λοιπόν να ζητήσει να σταματήσει το χειροκρότημα βλέποντας τα κομματικά μέλη να συνεχίζουν να χειροκροτούν θερμά.

Πέρασαν έξι, επτά, οκτώ λεπτά. Ο χρόνος φαινόταν πραγματικά αιώνιος. Τα κομματικά μέλη δεν ένιωθαν  πια τα χέρια τους: ο πόνος ήταν πραγματικά αφόρητος. Εννιά, δέκα λεπτά χειροκρότημα.

Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους και εύχονταν κάποιος να βάλει τέλος σε αυτή τη γελοία και εξαντλητική κατάσταση. Κανείς όμως δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Μετά από 11 λεπτά, όταν όλοι ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο διευθυντής ενός από τα εργοστάσια της περιοχής, που ήταν και μέλος της τοπικής επιτροπής του κόμματος, σταμάτησε να χειροκροτεί και κάθισε στην καρέκλα του.

Το χειροκρότημα σταμάτησε αμέσως στην αίθουσα ως δια μαγείας. Ευτυχώς, κάποιος τόλμησε να κάνει αυτό που όλοι ήθελαν και έτσι οι παρευρισκόμενοι πήραν μια ανάσα και κάθισαν στις θέσεις τους, έτσι ώστε να τελειώσει επίσημα η κομματική συνέλευση.

Το ίδιο βράδυ, γράφει ο Σολζενίτσιν, ο διευθυντής του εργοστασίου που είχε σταματήσει πρώτος να χειροκροτεί, συνελήφθη από την KGB και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Σοβιετικού Γκουλάγκ. Ένας από τους αστυνομικούς που τον ανέκριναν, στράφηκε στο τέλος στον δύσμοιρο διευθυντή και του είπε πολύ ειλικρινά: «Να μην είσαι ποτέ ο πρώτος που θα σταματήσει να χειροκροτεί».

Η ιστορία του Σολζενίτσιν είναι πολύ διδακτική και σήμερα. Γιατί όπως πολύ προφητικά είχε γράψει πριν από 40 χρόνια ο μεγάλος Ιταλός φιλόσοφος, Νομπέρτο Μπόμπιο σε ένα άρθρο του στη La Stampa, ζούμε «στη δημοκρατία του χειροκροτήματος». «Ο αρχηγός μπορεί μόνο να χειροκροτηθεί και καθόλου να αμφισβητηθεί. Ειδικά όταν τα πάντα είναι στο έλεος της διάθεσης του αρχηγού».

Όπως γράφει στην Washington Post ο Αμερικανός δημοσιογράφος Λίντον Γουίκς «μια εκδήλωση που κλείνει με ένα θερμό και ομόφωνο χειροκρότημα θεωρείται επιτυχία».

Η αναγνώριση αποδίδεται σε όποιον καταφέρει ένα κατόρθωμα: είτε να νικήσει τον Αννίβα, να κερδίσει μια νίκη ή να λάβει το βραβείο Νόμπελ. «Αλλά», διερωτάται ο Γουίκς, «είναι πάντα έτσι στην πολιτική;»

Το χειροκρότημα δεν είναι φυσικά ασυμβίβαστο με τη δημοκρατία, αλλά πρέπει να προσφέρεται με προσοχή, γιατί είναι εξαιρετικά εθιστικό. Ειδικά στη βουλή! Ο καταξιωμένος ηγέτης θα αναζητήσει αναπόφευκτα και άλλη δόση. Στη συνέχεια θα μετρήσει τη διάρκεια και την ένταση των ζητωκραυγών και, τέλος, θα διασκεδάσει εντοπίζοντας και τιμωρώντας τους λιγότερο ενθουσιώδεις…