του Πέτρου Βότση
Ο μπάρμπα-Μήτες και ο μπάρμπα-Κίτσες, ο καθένας στο χωριό του, φόρτωσαν τα γαϊδουράκια τους, ο ένας με κάστανα και ο άλλος με δαμάσκηνα και πήγαν στα χωριά να τα πουλήσουν. Η αγορά γινόταν με ανταλλαγή προϊόντων. Στο χωριό μας συνήθως ζητούσαν φασόλια για να μας δώσουν κάστανα, κεράσια και ότι εμείς δεν καλλιεργούσαμε.
Υπήρχε στο χωριό ένας σταθμός χωροφυλακής κι απανωτές ήταν οι εγκύκλιοι που μας θύμιζαν ξανά και ξανά ότι η μητρική μας γλώσσα είχε απαγορευτεί ενώ οι υποδείξεις για την εφαρμογή των διατάξεων ήταν αυστηρές. Πρώτος μπήκε στο χωριό ο μπάρμπα-Μήτες κι άρχισε να διαλαλεί τη πραμάτεια του. «Μαγκαρέσκι σλίβι…» φώναζε δηλαδή γαϊδουρινά δαμάσκηνα…
Τον άκουσε ο χωροφύλακας, πήγε κοντά του κι αφού είδε τι πουλούσε, τον ρώτησε αυστηρά δίνοντας του ένα μπάτσο: – Γιατί μιλάς βουλγάρικα και δεν τα λες ελληνικά; Πότε επιτέλους θα το χωνέψετε ότι εδώ είναι Ελλάδα…;
– Εγκώ ντεν ξέρει πως τα λένε, απάντησε ο μπάρμπα-Μήτες και έδειξε τα δαμάσκηνα.
– Δαμάσκηνα, δαμάσκηνα να τα λες, του είπε με αυστηρό ύφος ο χωροφύλακας…
– Νταμάσκηνα κυρ χωροφύλακα τα τα λέει εγκώ, του απάντησε ο μπάρμπα-Μήτες.
Έπειτα ο χωροφύλακας απομακρύνθηκε και ο χωρικός προχώρησε παραπέρα κι άρχισε να διαλαλεί το εμπόρευμα του στα ελληνικά… «Ντα μα σκήνα» που στα Μακεδονικά σημαίνει να την ξεσκίσω! Τ’άκουσε ένας χωρικός από την αυλή του και βγαίνει στο δρόμο και τον ρωτάει θυμωμένος στα ντόπια: «Ποιά θα ξεσκίσεις βρε αλήτη;» και του’ δωσε μερικές φάπες.
Ο μπάρμπα-Μήτες τρομαγμένος και απογοητευμένος τα μάζεψε κι όπου φύγει-φύγει… Καθώς έβγαινε από το χωριό αντάμωσε τον μπάρμπα-Κίτσε, τον κοίταξε προσεκτικά καθώς είδε τον γάιδαρο του φορτωμένο με πραμάτεια και τον ρώτησε που πάει και για ποιό σκοπό.
– Πάω να πουλήσω κάστανα, απάντησε ο μπάρμπα-Κίτσες.
– Το καλό που σου θέλω μην πας γιατί είτε διαλαλείς τη πραμάτεια σου στα ελληνικά είτε στα Μακεδονικά το ξύλο δεν το γλιτώνεις, του είπε ο μπάρμπα-Μήτες και του διηγήθηκε το πάθημα του.
Ο μπάρμπα-Κίτσες δεν τον πίστεψε και μπήκε στο χωριό και μόλις έφτασε στα πρώτα σπίτια άρχισε να διαλαλεί το εμπόρευμα του… «Κοστένι μπλάγκι…» (κάστανα γλυκά). Τον ακούει ο χωροφύλακας, τον πλησιάζει με βήμα ταχύ και νευρικό και του λέει θυμωμένος δίνοντας του δυο χαστούκια:
– Τι είναι αυτά που λες παλιοβούλγαρε;
– Εγκώ πουλάει κοστένι, του απάντησε ο μπάρμπα-Κίτσες…
– Κάστανα λέγονται παλιοβούλγαρε του είπε ο χωροφύλακας και συνέχισε:
– Πρέπει να διαλαλείς στα Ελληνικά κι όχι όπως τα λες στα βουλγάρικα…
– Κάκστανα; Εντάξει κύριε χωροφύλακα αυτό θα κάνω, απάντησε φοβισμένος ο μπάρμπα-Κίτσες.
Έπειτα ο χωροφύλακας απομακρύνθηκε και ο χωρικός μας πήγε παραπέρα κι άρχισε να φωνάζει «Κάκ στάνα, κάκ στάνα» (πως σηκώθηκε, πως σηκώθηκε). Μια γυναίκα που περνούσε από δίπλα του νόμισε πως απευθύνεται σε αυτήν ο μπάρμπα-Κίτσες και του’ βαλε τις φωνές στα Μακεδονικά..
– Ποιός σηκώθηκε; Δεν ντρέπεσαι για αυτά που λες γάιδαρε; Τ’ ακούει ο άντρας της, βγαίνει από την αυλή και παίρνει ένα ραβδί και έδωσε μερικά χτυπήματα στον μπάρμπα-Κίτσε… Μεταβολή ο μπάρμπα-Κίτσες και έφυγε πίσω για το χωριό του μονολογώντας: «Καλά μου τα’χε πει ο συνάδελφος αλλά δεν τον πίστεψα..!»
Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr
Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr