Home > Αρθρα - Επικαιροτητα > Ο μεγάλος θυμός

There are no slides in this slider.



There are no slides in this slider.


Ο μεγάλος θυμός

του Αρκτούρου

Θυμάμαι στους διαδρόμους του σχολείου μιαν αφίσα μέσα σε κάδρο, που ήθελε να σου πει ότι το να διαβάζεις είναι σαν ένα παράθυρο ανοιχτό σ’ έναν αυτομάτως πιο ελπιδοφόρο κόσμο.

Αυτομάτως, ναι, διότι το να βλέπεις συνιστά προϋπόθεση του να θέλεις ν’ αλλάξεις, να διορθώσεις τα κακώς κείμενα.

Ήταν ένα μήνυμα της πολιτείας για την φιλαναγνωσία, που στα δικά μου μαθητικά χρόνια είχε αρχίσει σιγά-σιγά να εδραιώνεται, ως αντίληψη ή και εποικοδομητική θέλω να πιστεύω συνήθεια. Κι όμως, ακόμα και σήμερα νιώθω μια πικρία, περιστρεφόμενος τέτοιου είδους θεωρήσεις και δεδομένα. Ακόμα και τώρα, ψάχνω τρόπους να επικοινωνήσω την θέαση του κόσμου ως ενιαίου συνόλου.

Που όμως δεν είναι.

Κι αν είναι, δεν μοιάζει να είναι.

Γυρνώ γύρω-γύρω από εκείνη την εικόνα, την πλαισιωμένη από παιδικές σιωπές, απότομες νοητικές συσπάσεις, τον ήχο μιας παρέλασης ασύστολων ψευδών που πλησιάζει· και χιλιάδες συγχορδίες από λαϊκά πανηγύρια σε χώρους σχολικούς. Αναρωτιέμαι πόσα παιδιά αλλά και ενήλικες σταμάτησαν και σταματούν ακόμα και σήμερα να συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, όλων των βαθμίδων και τύπων, για λόγους κατά κύριο λόγο βιοποριστικούς.

Η σχολική ή εκπαιδευτική διαρροή είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να είναι είτε ορατό, είτε όμως και αόρατο. Όταν ένας μαθητής διακόπτει την φοίτησή του, η απουσία του καταγράφεται (συνήθως). Τί γίνεται όμως όταν κάποιος δεν ξεκινάει καν να πηγαίνει στο σχολείο, ή σε κάποια σχολή ενηλίκων; Πρόκειται για κάτι παρόμοιο με αυτό που βιώνω σήμερα, από πρώτο χέρι.

Εδώ και δύο χρόνια, προσπαθώ κάθε φορά να ξεκινήσω κάτι που θέλω να μάθω και να κάνω, αλλά ποτέ δεν ξεκινάω. Ή δεν προλαβαίνω καν να ξεκινήσω, κι αμέσως σταματάω. Κι έχω την εντύπωση πως η απουσία μου ούτε καν καταγράφεται. Διαγράφεσαι από το σύστημα, και τελείωσες. Δεν υπήρξες ποτέ. Τυπικά και ουσιαστικά. Κι αυτό λέγεται εκπαίδευση ενηλίκων. Είναι ένα σύστημα όπου όλοι οι ενδοεπιχειρησιακοί δίαυλοι επικοινωνίας είναι κλειστοί, συνεπώς δεν τίθεται θέμα διαρροής. Έρχεσαι, φεύγεις, και κανείς δεν παίρνει είδηση. Σ’ αυτά τα δύο πλήρη εκπαιδευτικά χρόνια, μιας υπερτιμημένης ως επί το πλείστον ανωτέρας βίας, θα είχα ολοκληρώσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι επανακατάρτισης.

Μαζί με την προηγούμενη κατάρτισή μου, η οποία διακόπηκε βιαίως στο τελευταίο της εξάμηνο, και η έναρξη της οποίας με πάει τέσσερα χρόνια πίσω, θα ήμουν σήμερα σχεδόν έτοιμος να βγω με νέο πρόσωπο σε μια το δίχως άλλο κατακερματισμένη αγορά εργασίας. Θα είχα γνώση, πρακτική εμπειρία και εξασφαλισμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Αντ’ αυτού, σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την απόφασή μου ν’ αλλάξω επαγγελματικό κλάδο, τεράστια οικονομική και προσωπική ζημία, είμαι και πάλι στο σημείο μηδέν. Δεν έχω απολύτως τίποτα. Και κάπως έτσι γεννιέται ή αναγεννιέται ο θυμός. Από τα βάθη εκατομμυρίων ανικανοποίητων συναισθημάτων, σχεδίων, στόχων. Προσωπικών και κοινωνικών. Χιλιάδες άνθρωποι εκεί έξω δεν έχουν πρόσωπο στην κοινωνία. Αυτά είναι δικά τους λόγια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, τυχαίνει κιόλας να ταυτίζομαι. Βιώνω κοινωνικό αποκλεισμό· γιατί να το κρύψω; Πρόκειται για μια πολυσύνθετη κατάσταση, που επί της ουσίας σε καθιστά παντελώς ή σε υπερθετικό βαθμό ανίκανο να εξελιχθείς μέσα στις δαιδαλώδεις κοινωνικές δομές.

Όταν πρωτοσυνομιλούσα με παιδιά της ηλικίας μου στο MSN (Microsoft Network Messenger/Windows Live Messenger), που τώρα άλλαξε όνομα και δεν το χρησιμοποιεί κανένας, είμαι της γνώμης πως είχαμε απόλυτη άγνοια του τί είδους ρίσκο παίρναμε. Τα λέγαμε απ’ τον υπολογιστή, μένοντας ο ένας λίγα μέτρα μακριά απ’ τον άλλον, στην ίδια πόλη, στο ίδιο χωριό. Παραδώσαμε την φυσική μας επαφή μέσα από μια εξωστρεφή συνάντηση στην πλατεία της γειτονιάς, σε μια επαυξημένη πραγματικότητα κοινωνικής απομόνωσης και ανέπαφων συναλλαγών, πολύ πριν υποχρεωθούμε να το κάνουμε (σχεδόν με την βία). Αυτά είναι σφάλματα της δικής μου γενιάς, της γεννημένης στα τέλη του 20ού αιώνα. Ειρήσθω εν παρόδω, θα ‘θελα λιγάκι να μιλήσω για κάποιους δασκάλους μου.

Είθε να τους φωτίσει ο θεός, μέχρι τότε όμως δραστηριοποιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τα οποία αυτά καθ’ αυτά δεν έχω απολύτως τίποτα (και ούτε θέλω να έχω), αλλά πάντως με τρόπο που μόνο παιδαγωγική επάρκεια δεν προδίδει. Αποτελούν πρότυπο για δεκάδες μαθητές τους, κάτι το οποίο εκμεταλλεύονται προς ίδιον όφελος, ή απλώς το ξεχνούν. Είναι δικαίωμά τους, φυσικά, να έχουν προσωπικό λογαριασμό στα κοινωνικά μέσα, ανεξάρτητα από την εργασία τους, αλλά και δικό μου δικαίωμα να κρίνω αυτό που βλέπω. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτό δημοσιοποιείται συστηματικά και κατά κόρον. Και είναι οι ίδιοι άνθρωποι που παραμένουν στην θέση τους, και καλώς εν μέρει και κατά περίπτωση, όταν η χώρα σαρώθηκε από μνημόνια και χιλιάδες άλλες ιδιοτελείς πολιτικές που οδήγησαν σε αυτά.

Ποιος πλήρωσε τελικά την κρίση; Πάντως όχι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Ή τουλάχιστον όχι αυτοί που εγώ γνωρίζω. Αυτοί οι ίδιοι που δεν απαντούν στα τηλέφωνα της υπηρεσίας τους, ούτε στην αλληλογραφία τους, ούτε ενδιαφέρθηκαν ποτέ επί της ουσίας αν το εκπαιδευτικό τους έργο έπιασε τόπο. Αυτοί που δουλεύουν πενθήμερο 8ωρο (μόνο την πρωταπριλιά), αδιανόητο ακόμα και σήμερα στον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα, μετά από τόση τεχνολογική και κοινωνική εξέλιξη. Μιας εξέλιξης που συμπαρασύρει μαζί της κάποιους χωρίς να κουνήσουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι, ενώ κάποιους άλλους τους αφήνει να τρέχουν ξοπίσω της.

Και θυμώνω. Θυμώνω με την δική μου γενιά, όταν ακούω τριαντάρηδες να μου λένε “πω, ρε ‘σύ, πώς θα γούσταρα να ‘μουν στο δημόσιο και να τα ξύνω όλη μέρα”.

Με τον δημόσιο τομέα, όμως, δεν έχω κάτι.

Ίσα ίσα, πιστεύω σ’ αυτόν.

Κι ούτε είμαι υπέρ των απολύσεων, γενικώς και αορίστως. Το πρόβλημά μου είναι η σύνδεση του δημόσιου τομέα με συγκεκριμένα πρόσωπα, στην βάση της άνευ όρων μονιμότητας χιλιάδων προσωποπαγών θέσεων απασχόλησης. Είμαι όμως της άποψης πως αν αύριο γινόταν καθολική αξιολόγηση από ανεξάρτητο αξιολογητή, αν έχουμε ένα εκατομμύριο δημοσίους υπαλλήλους σήμερα, έμεναν δεν έμεναν οι μισοί. Το ίδιο αναξιοκρατικό σύστημα, πλην της μονιμότητας, απαντάται και στον ιδιωτικό τομέα.

Ποιοι και πόσοι ιδιώτες είναι κερδισμένοι;

Ελάχιστοι, λίγοι, ή για να είμαι πιο ακριβής, συγκεκριμένοι. Μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοστελέχη.

Και μήπως είναι τυχαίο που οι έτεροι κερδισμένοι, οι πολιτικοί, προέρχονται από το ίδιο κανάλι κοινωνικής δικτύωσης και εξέλιξης; Πρώην γιατροί και δικηγόροι ή υψηλοί αξιωματούχοι δεν είναι οι περισσότεροι εξ αυτών; Γνωρίζουμε πολλούς πολιτικούς που προηγουμένως ήταν μεροκαματιάρηδες; Οι λέξεις δεν βγήκαν τυχαία, ούτε και τις τοποθετώ κατά τύχη. Οι λέξεις έχουν να πουν μια ιστορία, σε μορφή συμπυκνωμένη. Η λέξη “θυμός” γεννάει λογικούς συνειρμούς. Κάποιον που τα σπάει, κάποιον που φωνάζει. Γνωρίζω ανθρώπους που στα 50 τους ελπίζουν ακόμα. Ή έτσι νομίζουν. Μου λένε, πάντως, ότι θέλουν να κάνουν “κάτι” στην ζωή τους. Ποιός, όμως, τους βλέπει; Υπάρχει κάποιος να τους ακούσει; Όχι εγώ, ούτε εσύ, αλλά κάποιος αρμόδιος. Αυτοί που εφηύραν τον όρο “κοινωνικός αποκλεισμός”, και κυρίως αυτοί που καταχρηστικά ή μη τον χρησιμοποιούν στα εκατομμύρια επίσημα έγγραφα που εκδίδουν, μόνον κοινωνικά αποκλεισμένοι δεν θεωρούνται· ούτε και είναι. Δεν είναι δυνατόν να είσαι κοινωνικώς αποκλεισμένος όταν εργάζεσαι στις Βρυξέλλες, στην Χάγη, στο Λουξεμβούργο. Μιλάμε για κέντρα λήψης αποφάσεων πρώτης κατηγορίας.

Προφανώς, άλλη μια μεγάλη σύμπτωση των ημερών μας είναι και το γεγονός ότι όλα αυτά τα κέντρα βρίσκονται στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, περιοχή την οποία η κρίση της Ευρωζώνης ούτε καν ακούμπησε. Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Κύπρος, είναι η απόδειξη ότι η κρίση εξωθήθηκε από το κέντρο προς την περιφέρεια, όπου φυσικά προϋπήρχαν ενδογενή προβλήματα, αλλά και απ’ όπου οι φωνές των θυμωμένων είναι λιγάκι αδύνατον χιλιομετρικώς να φτάσουν στ’ αυτιά των ιθυνόντων.

Και όπου οι εκβιασμοί είναι λιγάκι πιο εύκολοι, καθώς όλες αυτές οι χώρες είναι επιφορτισμένες με το να επιτελούν το πανάκριβο αφήγημα περί της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων. Στον αντίποδα, πήξαμε στην εσωτερική ειρήνη που κρατάει αντίβαρο στην συμμετοχή μας σε εξοπλιστικά προγράμματα εναντίον τρίτων χωρών, στο περίσσευμα δημοκρατίας από την διαδικασία της λήψεως αποφάσεων κεκλεισμένων των θυρών, αλλά και στην μεγάλη συνοχή της ενωμένης στην πολυμορφία πρωτοκαθεδρίας του κραταιού γαλλογερμανικού άξονα. Ο μεγάλος θυμός δεν είναι μια μικρή ή μεγαλύτερη ανάγκη για βαθυστόχαστη ανάλυση. Ο μεγάλος θυμός συμβαδίζει με την κοινωνική πραγματικότητα. Εξελίσσεται μαζί της. Εξελίσσεται ο ίδιος, αλλά όχι ο άνθρωπος που τον κουβαλάει. Γίνεται ένα κουβάρι από μπλεγμένες υποτονικές κραυγές, τυλιγμένο στα πόδια μου. Είναι το συναίσθημα του να μην μπορείς να κάνεις κάτι που χιλιάδες άλλοι κατάφεραν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

Χιλιάδες άλλοι που δεν ήταν καθόλου καλύτεροι, κι ας προσπάθησαν να σε πείσουν περί του αντιθέτου, αλλά ίσως έγιναν καλύτεροι στην πορεία της εξέλιξής τους. Και καλώς, αν όντως έγιναν τελικώς καλύτεροι. Είναι το συναίσθημα του να παραιτείσαι. Λογικό δεν είναι, όταν μεγαλώνεις σε μια οικογένεια και σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, όπου κανένας ή σχεδόν κανένας κόπος ποτέ δεν ανταμείφθηκε, ή ούτε καν αναγνωρίστηκε; Ίσως κάποιοι προσπάθησαν περισσότερο απ’ τον πατέρα σου, που σηκωνόταν πριν αλέκτωρ λαλήσει για να πάει στην οικοδομή. Και μετά στο χωράφι. Και μετά στον αγύριστο. Και ξανά Δεκαπενταύγουστος. Κι η παλιά συνήθεια δεν κόβεται. Η ελληνική οικογένεια, περί της ηθικής κατάπτωσης της οποίας θα επανέλθω δριμύτερος, μαζεύεται γύρω απ’ το ίδιο τραπέζι. Άνθρωποι με τους οποίους μοιράστηκες ανάστημα, και τώρα δεν μιλάτε. Σχεδόν. Καθόλου. Ελάχιστα. Κι η συζήτηση δεν αργεί να πολωθεί. Φωνές, νουθεσίες, ακατάληπτες εκφράσεις αυτοϊκανοποίησης.

Κάνε το ‘να, κάνε τ’ άλλο. Μίση. Ξίφη. Και μια ακατανίκητη φιλοδοξία επιβολής ενός ισχυρού τρόπου σκέψης, ή του τρόπου σκέψης του πιο ισχυρού. Κάποτε και κάποια νοσταλγία, για τις μέρες που οι ίδιες παρέες γράφανε ιστορία. Την δική τους μεγάλη μικρή ιστορία. Χιλιάδων μικρών μεγάλων ιστοριών, αποτυπωμένων σε αυθόρμητο γέλιο από μελάνι και χαρτί παρωχημένης τεχνολογίας. Κι ενόσω μένω σιωπηλός σ’ ένα τραπέζι που ξεχειλίζει από απουσία, γυρνώ ξανά στην πρώιμη εφηβεία, την καταδυναστευμένη από πρώιμα ισχυρές τάσεις εξουσίας, στους μελαγχολικούς διαδρόμους ενός σχολείου που υπόσχεται πολλά προσφέροντας ελάχιστα, ατενίζοντας και πάλι την εικόνα ενός παραθύρου προς έναν καλύτερο κόσμο αποκλειστικά φτιαγμένο από μελάνι και χαρτί, σε κάδρο ξύλινο με κάλυμμα εύθραυστο.

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



Αφηστε ενα σχολιο

Η παρούσα φόρμα συλλέγει το όνομα σας και την ηλεκτρονική σας διεύθυνση, ώστε να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο σχόλιο σας. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το Privacy Policy της ιστοσελίδας μας.

error: