Home > Αρθρα - Επικαιροτητα > Λεξιγνωσία | Η άρουρα και η αρά-δα | Άχθος αρούρης = Βάρος της γης

Λεξιγνωσία | Η άρουρα και η αρά-δα | Άχθος αρούρης = Βάρος της γης


There are no slides in this slider.



There are no slides in this slider.


 

 

του Ευάγγελου Παπασταμούλου

 

 

«Πλείστα φέρει άρουρα φάρμακα, πολλά μεν εσθλά μεμιγμένα, πολλά δε λυγρά». Δηλαδή: «Η πλούσια γη βγάζει ανακατωμένα άλλα βοτάνια ωφέλιμα κι άλλα θανατηφόρα», (Οδ. δ,231-232), η δε φράση «άχθος αρούρης», που σημαίνει «βάρος της γης», αναφέρεται στον Όμηρο (Ιλ. Σ,Ι04), ο οποίος παρουσιάζει τον Αχιλλέα, μετά τον θάνατο του Πατρόκλου, να εκφράζει τον πόνο και την οδύνη του λέγοντας: «αλλ’ ημαι παρά νηυσίν ετώσιον άχθος αρούρης», δηλαδή: «Κάθομαι δίπλα στα πλοία ως περιττό/άχρηστο βάρος της γης».

Η πανάρχαια λέξης άρουρα είναι συνυφασμένη με την έννοια της γης και εμπεριέχει τη λέξη άρα, η οποία δεν υπάρχει σαν όνομα στην Ελληνική Γλώσσα, θα μπορούσε, όμως, να σχηματιστεί στο μέλλον, ή να είχε σχηματιστεί στο παρελθόν και να μην καθιερώθηκε σαν όνομα.

Ο Λεξικογράφος Πέτρος Αλεξιάδης γράφει για τη λέξη άρουρα μεταξύ άλλων και τα εξής: «ΑΡΟΥΡΑ: Καλλιεργημένη γη, γη που μπορεί να καλλιεργηθεί, σιτοφόρος αγρός, έδαφος, χώμα. Το ουσιαστικό άρουρα παράγεται από το ρήμα αρόω(=οργώνω, αροτριώ, καλλιεργώ, σπείρω). Από το ίδιο ρήμα παράγονται το άρορτρο, ο αρουραίος (ή «αρωραίος»)», δηλαδή ο ποντικός των αγρών, η αρόσιμη γη», κ.λπ.

Εάν η λέξη άρουρα παράγεται μόνο από το ρήμα αρόω, ερωτάται, που βρέθηκε εκεί νο το ουρα. Επειδή το μέρος –ουρα της λέξεως άρουρα δεν είναι επίθημα, έπεται ότι τούτο προέρχεται από άλλη λέξη. Λέγω, λοιπόν, ότι η λέξη αυτή είναι η ώρα με ψιλή (=φροντίδα). Άρουρα, επομένως, είναι η φροντισμένη γη, και γίνεται από το ρήμα αροώ ή «αράω» (= οργώνω) και το ουσιαστικό ώρα (=φροντίδα). (Παράδειγμα : Μούσα ή μώσα).

Αρα-δ-ίζω=Αρα+οδ-ός+ίζω = αραδίζω = περνάω, δικαιωματικά, από το χωράφι του άλλου, για να πάω στο δικό μου, κάνω, δηλαδή, δρόμο το χωράφι του γείτονά μου. Συνεπώς, όπως από το ρήμα διαιτάομαι (=διαιτώμαι) παράγεται, υποχωρητικά, η δίαιτα, από το ηττάομαι η ήττα, από το γεννάω η γέννα, από το διπλώνω η δίπλα, από το ξαπλώνω η ξάπλα κ.λπ., έτσι και από το ρήμα αρόω η «αράω» είναι δυνατόν να παραχθεί το όνομα η «άρα» και να σημαίνει χωράφι.

agrotika-arotro

Αράδα: «αλετριά» σημαίνει, αρχικά. Ποιος δε γνωρίζει την παροιμία, η οποία σημαίνει σειρά προτεραιότητας, θέση σε σειρά αναμονής: «Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας».

«Αράδα – αράδα τ’ άρματα στα πεύκα τα κρεμάμε, και θε να στήνουμε χορό, και κάθε μας τραγούδι, θα’ ναι βροντή από σύννεφο, φωτιά ‘π’ αστροπελέκι». Τα άρματα, δηλαδή τα όπλα, θα ήταν τοποθετημένα στη σειρά, το ένα μετά το άλλο, δηλαδή σε ευθεία γραμμή.

Ο Λεξικογράφος, πάλι, Πέτρος Αλεξιάδης, για τη λέξη αράδα γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής: «ΑΡΑΔΑ: Σειρά, στοίχος, ευθεία γραμμή. Οι έρευνες για τις κοινές ρίζες, απ’ όπου προέρχεται το λεξιλόγιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, έχουν οδηγήσει σε περιπτώσεις που δεν χαρακτηρίζονται ινδοευρωπαϊκές… Μία από αυτές είναι η «ευρωπαϊκή» ρίζα αρα- και επομένως η ρίζα άρα- …

Το ουσιαστικό αράδα (=αυλάκι, η γραμμή που χαράζει το αλέτρι) είναι μεσαιωνικό» και επομένως η ρίζα άρα- μπορεί να είναι αμάρτυρος τύπος, δηλαδή «τύπος υποθετικός, του οποίου η ύπαρξη δεν μαρτυρείται από κάποιο κείμενο».

Τη λέξη (ρίζα) άρα, νομίζω, ότι την βρίσκουμε στις εξής λέξεις:

  1. αρδεύω: σύνθετη λέξη από τη λέξη άρα = γη, γήπεδο, αγρός, χωράφι, και τη λέξη «δεύω» = ποτίζω και επομένως αρδεύω = ποτίζω τη γη, το χωράφι.
  2. αρύω: άρα= χωράφι + ύω = βρέχω = αντλώ νερό από τη γη, ήταν η αρχική έννοια.
  3. ο άρχων: Ο άρα έχων = άρχων = αυτός που έχει τους αγρούς, τα χωράφια, απ’ όπου και η αρχή ενώ και σήμερα ακόμη άρχοντα λέμε εκείνον που έχει κτήματα.
  4. Η λέξη έρα (η) = η γή, η ίδια δηλαδή η άρα (Λατ. tezza). Αφού, κατά τα ανωτέρω, αράδα, αρχικά, σημαίνει αλέτριά, η δε αλετριά γίνεται σε χωράφι, έπεται ότι η λέξη αρά-δα είναι σύνθετη από το ρήμα αρόω ή αράω (= οργώνω) και το ουσιαστικό δα (=γη), αράδα, δηλαδή, είναι η γραμμή που σχηματίζεται, όταν κανείς οργώνει τη γη.
  5. Αράουτ = άρα + άουτ = αράουτ = εκτός αγωνιστικού χώρου και συγκεκριμένα πλάγιο άουτ. Αφού η λέξη άουτ σημαίνει εκτός, έξω, έπεται ότι η λέξη αράουτ είναι σύνθετη. Αλλά για να γίνει άρα ένα μέρος, δηλαδή δά-πεδο, γή-πεδο, ώστε να το ΠΑΤάμε με τα «πόδ-ια» μας, πρέπει ν’απαλλαγεί από πέτρες και άλλα αντικείμενα, πρέπει δηλαδή να σκαφτεί και να ισοπεδωθεί. Επομένως, άρα = χωράφι.

Σημειώσεις :

  1. «άρουρα, ή αγρός και αγρός = χωράφι»
  2. «αρόω υστερογ. Τύπος αντί αράω = αροτριώ, οργώνω – άροτρον, κρητ. άρατρον, το αλέτρι» (Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, J. B. Hofmann)

Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



1 Response

  1. ΣΠΥΡΟΣ ΜΠΑΡΔΗΣ

    Πολύ ωραια ανάρτηση – ευχαριστούμε πολυ ..

Αφηστε ενα σχολιο

Η παρούσα φόρμα συλλέγει το όνομα σας και την ηλεκτρονική σας διεύθυνση, ώστε να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο σχόλιο σας. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το Privacy Policy της ιστοσελίδας μας.

error: