Home > Αρθρα - Επικαιροτητα > Δημήτρης Παπάζογλου: Από τις Καμάρες του Κεμέρ Μπουργκάζ στους αφιλόξενους βάλτους του Νέου Πύργου

Δημήτρης Παπάζογλου: Από τις Καμάρες του Κεμέρ Μπουργκάζ στους αφιλόξενους βάλτους του Νέου Πύργου

///
Comments are Off




Στο πιο παλιό καφενείο του Νέου Πύργου συναντήσαμε τον Δημήτρη Παπάζογλου, ο οποίος μας διηγήθηκε την ιστορία του. Ξεκίνησε από άλλα χώματα και κατέληξε στην Εύβοια.

«Ο πατέρας μου, Σωκράτης Παπάζογλου γεννήθηκε στο Κεμέρ Μπουργκάζ. Το όνομά της η περιοχή, το οφείλει στις καμάρες που χτίστηκαν, ανάμεσα σε δύο βουνά, για να μεταφέρεται το νερό. Δούλευε πολύς κόσμος εκεί για την κατασκευή του υδραγωγείου. Οι πιο πολλοί, Θρακιώτες κόπιαζαν στα μεκιάνα (χωράφια – μπακτζέδες),πάνω από πενήντα στρέμματα γης με δέκα και δεκαπέντε εργάτες, να ανανεώνονται κάθε έξι μήνες. Από τότε έμειναν μόνιμοι κάτοικοι μέσα στον Πύργο, που βρίσκεται δεκατρία χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Η Κατίνα και ο Σωκράτης Παπάζογλου, οι γονείς μου είχαν δύο κορίτσια την Κυριακή γεννημένη το 1922, την Ευμορφία το 1927, που είναι στην Αυστραλία και εμένα το Δημήτρη που είδα το φως του ήλιου για πρώτη φορά, στις 27 Ιουλίου του 1924 στο Κεμέρ Μπουργκάζ.Την ίδια χρονιά τον Οκτώβρη του 1924 μας σηκώσανε με την ανταλλαγή πληθυσμών.

Μας φορτώσανε σε ένα βαπόρι τον «Άγιο Ιωάννη».Όλοι απ’ το χωριό μας είμασταν 3.000 ψυχές. Στο βαπόρι μπήκαν μόνο επιβάτες ολόκληρες οικογένειες. Τα κάρα με τα ζώα έφυγαν οδικώς. Σταματήσανε στην Καβάλα, στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη. Ο κάθε ένας, είχε το δικαίωμα να κατέβει. Να πάρει την οικογένεια του και να εγκατασταθεί, όπου ήθελε, αλλά ο κύριος όγκος κατέβηκε στα Λουτρά της Αιδηψού. Αυτοί που βγήκαν ήταν πάρα πολλοί και όπως μου έλεγαν οι δικοί μου, πρωτοπήγαν μέσα στο σχολείο για να βγάλουν τη βραδιά τους. Οι ντόπιοι δεν το είδαν με καλό μάτι και πήγαν το ίδιο βράδυ και βγάλανε τα κεραμίδα.

Πριν την ανταλλαγή είχε έρθει στο Κεμέρ Μπουργκάζ ο στρατηγός Κονδύλης και κάθισε μαζί μας τότε για δεκαπέντε ημέρες κρυφά. Είχε τους ανθρώπους του και μάζευαν χρήμα για τον Ελληνικό στρατό.

Την ίδια εποχή και ο Σωκράτης Κουγιουμτζόγλου, αντίστοιχα που ήταν κατάσκοπος του Τσάρου, γύρω στα 1917, όταν έπεσε το καθεστώς, έφυγε και ήρθε στο Κεμέρ Μπουργκάζ. Τότε έφυγε μαζί μας με την ανταλλαγή πληθυσμού και αυτός ήταν που είχε φιλοξενήσει τον στρατηγό Κονδύλη.

Που να πάμε; Που να κατοικήσουμε, σκέφτονταν όλοι οι δικοί μας. Τότε θυμήθηκαν την φιλοξενία του στρατηγού και είπαν: «Δεν πάμε να βρούμε τον Κονδύλη; Να ρωτήσουμε και τη γνώμη του;» Και πήγαν και τον βρήκαν. «Θέλουμε γη να φτιάξουμε το χωριό μας», του είπαν και αυτός τότε φώναξε το επιτελεία του και μας είπε: «Υπάρχει μία περιοχή «Άγιος Ιωάννης» στη Θεσσαλονίκη, μία άλλη περιοχή είναι στο Τατόι στην Αθήνα και μία τρίτη το κτήμα Μεμόν. Οι δικοί μας, δεν το χειρίστηκαν καλά και ήρθαν και οι άλλοι από τον Ταξιάρχη από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, το Μούσα – Αλή (εξ ου και το Μουρσαλί- Ταξιάρχης ) και μοιράστηκε η γης.

Ο Νέος Πύργος ήταν βάλτος, αλλά με την προσωπική μας εργασία έγινε αυτό που είναι σήμερα. Βρήκαν όμως καλό χώμα και νερό και το προτίμησαν, από τις άλλες περιοχές. Ύστερα ήταν και η θάλασσα.

Ο Κουγιουμτζόγλου έφερε ένα μηχανικό και το 1927 – 1928 – 1930 φτιάξανε τον οικισμό. Σπίτια με δίχως τουαλέτες, τέσσερα δωμάτια και ένα τζάκι. Το 1933 τα μοιράσανε χωρίς κλήρο. Μικροί και μεγάλοι μέναμε στα αντίσκηνα, στον Ελαιώνα.

 

 

Όταν σιγά- σιγά τελείωναν τα σπίτια, όποιος έβρισκε πόρτα ανοικτή έμπαινε μέσα. Ένας για παράδειγμα με έξι και επτά παιδιά, δεν είχε την άνεση να τα μεγαλώσει. Τα λεφτά δεν φτάνανε για τον εργολάβο. Μας κοστολογήσανε 60.000 για κάθε σπίτι. Πολλοί λόγω της οικονομικής δυσκολίας, μοιράστηκαν ένα σπίτι σε ανατολικό και δυτικό. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα με τον πόλεμο και μ’ ένα αυγό το πλήρωνες. Δεν υπήρχε τότε κανείς χωρίς δουλειά. Όλοι έκαναν πολλά παιδιά, για να βοηθάνε και στο σπίτι. Ήμασταν κεσέμια (γερά πρόβατα) τότε. Άνω των πέντε ετών, τα παιδιά έκαναν πολλές δουλειές. Φέρνανε ξύλα από το βουνό για να πάρουνε δεκαπέντε δραχμές. Έβοσκαν τα κατσίκια, πήγαιναν με τα γαϊδούρια για ξύλα. Γύρναγαν το μαγκάλι για να βγάλουν νερό. Από δύο δραχμές τη μέρα, να φέρει το καθένα, έφτιαχνε η μάνα έναν τραχανά, πατάτες, μακαρόνια και έτρεφε την οικογένεια. Έτσι με το μεροκάματο των παιδιών.

 

 

 

 

Τότε οι εποχές ήταν δύσκολες. Για να ποτίσει κανείς το χωράφι του, έπρεπε να περιμένει τη σειρά του. Από το ρυάκι με το νερό που κατέληγε στα χωράφια έδεναν το νερό, με πόρτα και δημιουργούσαν, ένα φράγμα. Είχαμε υδρονομέα. Ο καθένας πότιζε το χωράφι του με τη σειρά. Άλλος 8 με 10,το βράδυ, άλλος 10 με 12. Αυτός λοιπόν που είχε σειρά για να ποτίσει 2 με 4 μετά τα μεσάνυχτα, έβαζε τα πόδια του στο αυλάκι και ξαπόσταινε λιγάκι. Πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος κι όταν κρύωνε, καταλάβαινε ότι είχε έρθει το νερό για να ποτίσει και ξύπναγε.

Άλλη εκδοχή που ποτίζανε ήταν οι σούδες. Όταν είχε ανάγκη να ποτίσει κανείς έπαιρνε ένα τενεκέ. Πάντα χρειάζονταν δύο άνθρωποι. Ο ένας ανέβαζε το νερό από τη σούδα και ο άλλος πότιζε. Τελευταία μας έσωσε κάποιος με τις γεωτρήσεις. Ένας Γιάννης Τέγος στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Είχε μεγάλη επιτυχία. Τότε σώθηκε όλος ο κόσμος.

Εκείνη την εποχή το 1962 ο Βουλευτής Καλλίας, έκανε τα εγκαίνια για την ηλεκτροδότηση του Πύργου, ενώ δεν είχε καμιά συμμετοχή σ’ αυτό. Απλά το χρησιμοποίησε για ψηφοθηρία. Τότε το μαγαζί μας, το σημερινό ήταν η αποθήκη του συνεργείου που έφτιαχνε τον οικισμό. Όταν τελείωσε, το πήρε ο πατέρας μου ο Σωκράτης και το «σινιάραμε». Ήταν παλιός καφετζής και μπαρμπέρης. Πάντα θυμάμαι να σερβίρει πότε καφέδες, πότε ούζο ή κρασί. Δεν θυμάμαι να σερβίρουνε αργιλέ. Ήθελε πολύ καθαριότητα. Έπρεπε να πλένει το βάζο και ν’ αλλάζει το νερό συχνά. Να καθαρίζει το σταχτοδοχείο συνέχεια. Στον παλιό τον Πύργο υπήρχε. Έρχονταν οι Τούρκοι κι έπιναν.

Στην ηλικία του εγγονού μου ήμουν, και βοηθούσα. Κουβαλούσα συνέχεια νερά. Το χωριό μας τότε, δεν είχε υδραγωγείο. Είχαμε μία γεώτρηση που δούλευε με μηχανή και το χωριό είχε τέσσερις κοινοτικές βρύσες.

Στο μαγαζί είχαμε ένα πιθάρι. Έπιανε 150 οκάδες νερό. Κάθε απόγευμα. γύρω στις 8, πήγαινα. Έπαιρνα θυμάμαι δύο τενεκέδες δεμένους με σκοινί πάνω σε ένα ξύλο (σιρίκ) και πήγαινα από την Κοινοτική βρύση.

Το καλοκαίρι που δεν είχαμε πάγο, βάζαμε τη στάμνα στο πηγάδι για να δροσίσει λιγάκι το νερό. Έτρωγαν τότε όλοι φασολάδα, ρεβίθια και ο μικρός Δημητράκης κουβάλαγε νερά συνέχεια.

Με τεφτεράκια δουλεύαμε. Καφέδες και τσιγάρα τα γράφαμε όλα. Ακόμη θυμάμαι πόσα τέτοια τεφτέρια κάψαμε. Είχα πάει σε όλους και κανείς δεν μου πλήρωνε τα χρωστούμενα, όταν υπήρξε ανάγκη. Ακόμη θυμάμαι την εποχή που ο πατέρας μου αρρώστησε από οξείς ρευματισμούς. Τον πήγαμε στα Πλατάνια στην Αιδηψό. «Δημήτρη» μου είπε, «τα λεφτά μας τελειώσανε. Πήγαινε στο Γιώργο του Ραπτόπουλου». Μόνο αυτός, μου ‘δωσε χρήματα. Έκανε τότε 21 μπάνια και ανακουφίστηκε. Όταν γύρισε η μάνα μου, του είπε:«Να κάνουμε μια δουλειά». «Φεύγα εσύ», γύρισε και μου ‘πε, τότε.

 

 

«Φεύγα μακριά». Την είδα όμως. Είχε πάρει όλα τα τεφτέρια και τα πέταξε στο τζάκι. Κάηκαν όλα. Δεν έμεινε τίποτε. Θυμάμαι την κουβέντα του πατέρα μου, εκείνη τη στιγμή: «Τώρα ξεκουράστηκα» είπε. «Αφού δεν μου έδωσε κανένας, είναι σαν να μην είχα τίποτε». Ήταν πονόψυχος ο πατέρας μου και έχασε πολλά χρήματα». Σήμερα το ιστορικό καφενείο έχει περάσει στα χέρια του Γιάννη που σερβίρει το καφεδάκι ή το κρασί με τον ίδιο τρόπο, όπως ο πατέρας κι ο παππούς του, σε άλλα χώματα πια».

Απόσπασμα από το βιβλίο της Πάρη Ντελκή “Άνθρωποι και Ιστορίες – Η βόρεια Εύβοια της καρδιάς μας”

 

 

 


Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του palmosev.gr

Για τις ειδήσεις της Εύβοιας κι όχι μόνο εμπιστευτείτε το palmosev.gr



error: